Στο τέλος οι άνθρωποι τα καταφέρνουν

Δεν έχουν ανάγκη τη συγκίνηση μου οι μανάδες με τα παιδιά. Μία πατρίδα θέλουν να τους δεχτεί για να αρχίσουν τη ζωή τους ξανά
Στο τέλος οι άνθρωποι τα καταφέρνουν



Δεν ξέρω τι να πω. Βασικά δεν ξέρω τι είναι αυτό που μπορεί να πει ή να νιώσει κάποιος συνειδητοποιώντας ότι κάπου σ’ αυτήν τη χώρα υπάρχουν μωρά παιδιά που κοιμούνται στον δρόμο τυλιγμένα σε κουβέρτες. Μωρά που έχουν περπατήσει χιλιόμετρα με τα μικροσκοπικά τους ποδαράκια, που έχουν μπει σε βρόμικα λεωφορεία και επικίνδυνες βάρκες, έχουν κοιμηθεί αποκαμωμένα σε παγωμένες παραλίες και σε πεινασμένες αγκαλιές.

Δεν είναι παιδιά σε μια άλλη ήπειρο. Όχι πως έχει σημασία πού βρίσκεται ένα δυστυχισμένο παιδί. Όμως αυτά τα παιδιά δεν είναι στην τηλεόραση ούτε στα ντοκιμαντέρ ούτε σε φωτογραφίες και αφίσες ανθρωπιστικών οργανώσεων. Αυτά τα παιδιά είναι έξω από το σπίτι μας. Τώρα, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, που εγώ γράφω κι εσύ διαβάζεις, υπάρχουν παιδιά σαν το δικό μου και το δικό σου που έφαγαν χημικά, που έμειναν εγκλωβισμένα ανάμεσα σε δυο συρματοπλέγματα, σε χώρες που οι άνθρωποι μιλάνε παράξενες γλώσσες και που το σπίτι είναι κάπου στον δρόμο, παντού και πουθενά.

Δεν ξέρω τι νόημα έχει που τα γράφω. Φοβάμαι, για να είμαι ειλικρινής. Φοβάμαι γιατί δεν ξέρω πού τελειώνει αυτή η τρέλα. Γιατί καταλαβαίνω πως η ισορροπία κρέμεται από μια κλωστή και αρκεί μια σπίθα, μια στιγμή, για να τιναχτούν όλα στον αέρα. Φοβάμαι ακόμα και να νιώσω. Γιατί στην περίπτωση των οικογενειών που ζουν στους δρόμους αυτής της πόλης που εγώ βγαίνω βόλτα, δεν αρκεί να νιώσεις. Δεν έχουν ανάγκη τη συγκίνησή μου οι μανάδες με τα παιδιά. Μια πατρίδα θέλουν να τους δεχτεί για να αρχίσουν τη ζωή τους ξανά κι ένα ασφαλές καταφύγιο για να αρχίσουν πάλι να λένε στα παιδιά τους παραμύθια με πριγκίπισσες και δράκους.

Και κοίτα σύμπτωση, ε; Απελπισμένοι άνθρωποι ήρθαν σε μια χώρα απελπισμένων ανθρώπων. Ή μήπως μάθημα; Γιατί οι απελπισμένοι άνθρωποι που ήρθαν εδώ δεν είναι άνθρωποι λυπημένοι ούτε άνθρωποι που πιστεύουν σε μια άδικη μοίρα. Αν το καλοσκεφτείς, οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που αυτήν τη στιγμή είναι σε δρόμους, σε σύνορα ή σε βάρκες μέσα σε σκοτεινά πέλαγα είναι αισιόδοξοι άνθρωποι, που αρνήθηκαν να δεχτούν τη ζωή ή τον θάνατο στα οποία ήταν καταδικασμένοι. Είναι άνθρωποι που αποφάσισαν να ζήσουν ελεύθεροι και όπου να ’ναι. Βρόμικοι, πεινασμένοι, άστεγοι, αλλά ζωντανοί. Άνθρωποι δυνατοί, που μεγαλώνουν με δύναμη τα παιδιά τους, δίνοντάς τους το πιο σπουδαίο μάθημα. Να μην τα παρατάς, να μη δέχεσαι αυτό που σου δίνουν ως μοναδική λύση και να μη φοβάσαι να κυνηγήσεις τη ζωή που ονειρεύεσαι για σένα και τους ανθρώπους που αγαπάς, ακόμη κι αν πρέπει να βρεθείς σε σκοτεινές θάλασσες και άγνωστους, επικίνδυνους τόπους. Το έκαναν και άνθρωποι από τις δικές μας οικογένειες, πολλά χρόνια πριν, γεμίζοντας καράβια με το βιος αλλά και την ελπίδα τους. Το κάνουν κι αυτοί τώρα.

Ίσως η ιστορία βρίσκει αυτό τον τρόπο να επαναλαμβάνεται για να μας δείξει ότι οι άνθρωποι είμαστε πολύ πιο σπουδαίοι απ’ όσο νομίζουμε. Κι αυτοί οι πατεράδες, αυτές οι μανάδες εκεί έξω που κουβαλάνε μωρά τυλιγμένα σε κουβέρτες, αν δεις πίσω από τα κουρασμένα μάτια τους είμαι σίγουρη ότι φαίνεται η χαρά τους που έφτασαν μέχρι εδώ και η σιγουριά ότι στο τέλος θα τα καταφέρουν.

Γιατί έτσι γίνεται. Στο τέλος οι άνθρωποι τα καταφέρνουν. Και δεν χρειάζεται να τους λυπάσαι. Δεν έχει νόημα να τους λυπάσαι. Να τους θαυμάζεις πρέπει. Για το κουράγιο τους να συνεχίζουν. Περπατώντας από εδώ έως την αιωνιότητα, μέσα στον χρόνο που ορίζει η ιστορία.