Δεν είναι η πρώτη φορά που το Hollywood αντιμετώπισε τη διαρροή προσωπικών δεδομένων – γυμνές φωτογραφίες στην προκειμένη περίπτωση. Η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των απανταχού celebrities πουλάει, κι αυτό είναι κάτι που το ξέρουν καλά όσοι παίζουν αυτό το παιχνίδι. Είναι ένοχη απόλαυση να κρυφοκοιτάς από την κλειδαρότρυπα, ειδικά όταν έχεις ανάγκη να δώσεις ανθρώπινη απόσταση σε ανθρώπους που έχεις θεοποιήσει. Δεν ξεπερνάς όμως τις δικές σου ανασφάλειες, παραβιάζοντας κι εσύ με τη σειρά σου την προσωπική ζωή αυτών των ανθρώπων. Γιατί είναι άλλο να βλέπεις την Miranda Kerr να γδύνεται με τη συγκατάθεσή της για χάρη του θείου Terry κι άλλο να παίρνεις μάτι κρυφά στην κρεβατοκάμαρά της την Jennifer Lawrence.
Επιμέλεια: Μάρω Παρασκευούδη
Όταν διέρρευσαν αυτές οι φωτογραφίες, σύσσωμο το Hollywood καταδίκασε τόσο την πράξη όσο κι αυτούς που κλίκαραν τις φωτογραφίες, ως συνένοχους σε ένα έγκλημα. Κι αν αυτό σου φαίνεται υπερβολικό, είναι γιατί δεν έχεις βρεθεί σε αυτή τη θέση και, μεταξύ μας, ας ευχηθούμε να μην βρεθεί ποτέ κανείς μας. Σε μία συνέντευξη που είχε δώσει το 2011, η Erin Andrews εξομολογείται πώς είναι να πέφτεις θύμα ενός stalker (σ.σ. κάποιου που σε παρακολουθεί συνεχώς). Η αμερικανίδα sportscaster, δημοσιογράφος και τηλεοπτική περσόνα είδε μία μέρα την ίδια να φιγουράρει γυμνή σε βίντεο που έκανε τον γύρο του διαδικτύου. Ο stalker της, ένας πωλητής σε ασφαλιστική εταιρία ονόματι Michael David Barrett, είχε αφαιρέσει το ματάκι από την πόρτα του ξενοδοχείου της και την είχε τραβήξει με την κάμερα την ώρα που στέγνωνε γυμνή τα μαλλιά της.
«Κυκλοφορεί ένα βίντεο στο Internet και λένε ότι είσαι εσύ, γυμνή σε ένα ξενοδοχείο». Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που άκουσε από μία sports blogger φίλη της, χωρίς η ίδια να έχει την παραμικρή ιδέα, ενώ βρισκόταν για δουλειά στο Los Angeles. «Δεν είμαι εγώ. Δεν είναι του γούστου μου αυτά» της απάντησε η Andrews, αλλά η φίλη της επέμεινε: «Αυτό πρέπει να το δεις».
Η Andrews περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια πώς ένιωσε όταν είδε τον εαυτό της γυμνό στην οθόνη του υπολογιστή της. «Ένιωθα ότι ήθελα να κάνω εμετό και ταυτόχρονα να λιποθυμήσω. (…) Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν να τηλεφωνήσω στους γονείς μου, οι οποίοι τρόμαξαν από τις αντιδράσεις μου. (…) ‘Η καριέρα μου τελείωσε. Ξόφλησα’ τους είπα» αποκαλύπτει. Για την Andrews ο χειρότερος εφιάλτης που έπρεπε να αντιμετωπίσει ήταν η σκέψη ότι τόσοι άγνωστοι εκεί έξω την έβλεπαν γυμνή. «Ήταν το δικό μου σώμα και δεν είχα επιλογή στο πόσοι θα ήταν αυτοί που θα το έβλεπαν. Αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι είναι ότι ενώ δεν με είχαν αγγίξει σωματικά, ένιωθα σαν να είχαν παραβιάσει την προσωπική μου ζωή» περιγράφει και εξομολογείται ότι από την ημέρα που είδε το βίντεο, δεν ήθελε να ξεντυθεί. «Δεν πήγα γυμναστήριο για περίπου 6-7 μήνες. Δεν ήθελα να λένε ‘κοίτα αυτή γυμνάζεται’».
Η Andrews εργάστηκε σκληρά για να καταξιωθεί σε έναν ανδροκρατούμενο ως επί το πλείστον χώρο. Ευτυχώς όμως βρήκε σε αυτόν την υποστήριξη που είχε ανάγκη, έτσι συνέχισε να δουλεύει ενάντια στις δυσκολίες. «Για αρκετά καιρό δεν ήξερα μήπως μου το είχε κάνει αυτό κάποιος από το περιβάλλον μου. Δεν γνώριζα αν αυτός ο άνθρωπος με ακολουθούσε». Τρεις μήνες μετά το συμβάν, η αστυνομία συνέλαβε τον άνθρωπο που την παρακολουθούσε και είχε ανεβάσει το βίντεο στο Internet, χάρη μάλιστα στη βοήθεια του TMZ. «Δεν θυμάμαι να τον είχα συναντήσει ποτέ. Δεν ξέρω γιατί επέλεξε εμένα, αλλά το έκανε. Το είχε κάνει και σε άλλες γυναίκες. Και να σκεφτείς ότι είχε μία κόρη που πήγαινε κολέγιο».
Ο Barrett παρακολουθούσε το θύμα του επί μήνες. Τηλεφωνούσε σε όλα τα ξενοδοχεία της πόλης όπου επρόκειτο να επισκεφτεί η Andrews για να καλύψει κάποιον αγώνα, μέχρι να μάθει σε ποιο θα έμενε. Η ευκολία που τα ξενοδοχεία μοιράζονται τις πληροφορίες είναι κάτι που κάνει την Andrews να θυμώνει. «Αυτό που μου συνέβη σε εκείνο το ξενοδοχείο ήταν απαράδεκτο. Δεν θα πρέπει να δίνονται πληροφορίες τόσο εύκολα».
Πηγή: marieclaire.com