«Σε λίγες μέρες πλησιάζει η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου κι έχω παραγγείλει ήδη από τον κατάλογο ρούχων που έχω φυλαγμένο σπίτι μου 14 ολοκαίνουργια φουστάνια. Πέφτω για ύπνο και ονειρεύομαι το θρόισμα των φουστανιών. Ήθελα να πάρω και κόκκινες γόβες, αλλά δεν είχε στο νούμερό μου. Δεν είμαι ερωτευμένος, την ημέρα αυτή όμως τη γιορτάζω πάντα. Ξέρεις, πιστεύω ότι ο έρωτας είναι θεός...» λέει ο Δημήτρης που θέλει να τον φωνάζουν Δήμητρα. Ντύθηκε για πρώτη φορά με γυναικεία ρούχα μόλις πριν από έναν χρόνο. Έως τότε, τα έβγαζε από την ντουλάπα, τα πρόβαρε στον καθρέφτη του δωματίου του κι ύστερα τα τακτοποιούσε ξανά στις κρεμάστρες. Στη Σκάλα Συκαμιάς όπου ζει, με τους μόλις 200 κατοίκους και τα άγρια κύματα να χτυπούν το χωριό και από τις δύο πλευρές, η ομοφυλοφιλία θεωρείται αμαρτία και η διαφορετικότητα παραμένει ένα ανεξερεύνητο λήμμα στο λεξικό.
«Μέσα μου κι έξω μου νιώθω γυναίκα. Απλώς έχω κάτι παραπάνω, ένα αντρικό όργανο. Στο χωριό με φωνάζουν συνήθως “Δημητράκη”, κάποιοι κοροϊδευτικά “Μήτσο” ή “Μητσάρα”. Δεν έχω πρόβλημα, σκέφτομαι ότι το ρόδο, όπως και να το ονομάσεις, είναι ρόδο. Το αγαπάω το χωριό μου και δεν θέλω να φύγω από εδώ. Σηκώνομαι πάντα νωρίς το πρωί, κάνω ένα κρύο μπάνιο, χτενίζω τα μαλλιά μου, ντύνομαι με τα φορέματα και πηγαίνω βόλτα στα ξωκλήσια. Δεν κάθομαι ποτέ στο καφενείο ή στην πλατεία του χωριού, είμαι μοναχικός άνθρωπος από επιλογή και ξέρεις γιατί; Γιατί δεν μου αρέσει η ξεφτίλα. Στροβιλίζει συνεχώς στο μυαλό μου ένας στίχος του Καβάφη: “κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς, μην την εξευτελίζεις...”. Εγώ αυτό το τήρησα σε όλη μου τη ζωή με ευλάβεια και δεν θα αλλάξω τώρα. Συχνά δίνω ραντεβού με τα παιδιά του χωριού και τους δείχνω όλο καμάρι τα νέα μου ρούχα. Τους αρέσουν πολύ τα χρώματα και μόνο αυτά δεν με ρωτούν γιατί ντύνομαι γυναικεία».
Ήταν ένα από τα έξι παιδιά της οικογένειας Καλογιάννη. Ο πατέρας του ψαράς και η μάνα άνθρωπος της εκκλησίας και νοικοκυρά. Ως παιδί δεν θυμάται την αλμύρα της θάλασσας, τα γέλια και την ανεμελιά της ηλικίας, αλλά το βαρύ χέρι του πατέρα που γυρνούσε σπίτι τα βράδια μεθυσμένος. «Ο πατέρας μου ήταν άσωτος, σπαταλούσε όλα τα λεφτά του στο πιοτό, στα χαρτιά και τα μεθύσια. Δεν είχαμε δικό μας σπίτι, μέναμε πάντα σε νοικιασμένα δωμάτια. Απ’ όλα τα παλιόσπιτα περάσαμε μέχρι να δουλέψουν τα αδέρφια μου στα καράβια και να μπορέσουμε να αγοράσουμε ένα οικόπεδο. Ως παιδί δεν μου έλειψαν τα παιχνίδια. Το μόνο που μου έλειψε ήταν ότι δεν είχαν αγάπη οι γονείς μου μεταξύ τους. Μια ζωή τους θυμάμαι σε πόλεμο. Γυρνούσε σπίτι ο πατέρας μου μεθυσμένος και χτυπούσε άγρια τη μητέρα μου. Εμάς δεν μας χτύπησε ποτέ βέβαια, αλλά η μητέρα μου ήταν μια βασανισμένη και πληγωμένη γυναίκα. Την έλεγαν “Ρίτα” και την έβλεπα σαν την κόρη του Χριστού από τον παράδεισο και εκείνον σαν τον γιο του Αδάμ από την κόλαση».
Στα 11 του χρόνια φεύγει από το χωριό για να ζήσει με τη γιαγιά στην Πτολεμαΐδα. Πηγαίνει εκεί σχολείο, είναι άριστος μαθητής, τον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει ποίηση και όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει συγγραφέας. Οι γονείς δεν έχουν να στείλουν χρήματα στη γιαγιά και έτσι έναν χρόνο αργότερα, σταματά το σχολείο, μαζί και τα παιδικά όνειρα, και μπαίνει πρώτα στο οικοτροφείο Πτολεμαΐδας και ύστερα στο οικοτροφείο Γρεβενών. Στο πατρικό σπίτι θα γυρίσει ξανά στα 18, με μακριά μαλλιά και μπλούζες που αφήνουν να φαίνεται το στέρνο, για να κάνει μια γενναία δήλωση: «Μαμά, μπαμπά, αισθάνομαι κορίτσι και θέλω να κάνω εγχείρηση αλλαγής φύλου». Λίγα 24ωρα αργότερα, βρίσκεται έγκλειστος σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα της Αθήνας. «Οι γονείς μου νόμιζαν ότι παραλογίζομαι και είμαι τρελός. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι ζούμε σε μια εποχή που και το φύλο ακόμα θα μπορούσε να διορθωθεί. Έμεινα στην κλινική για έναν μήνα και μου έδιναν καθημερινά τέσσερα διαφορετικά ψυχοφάρμακα για να γίνω καλά. Θυμάμαι ακόμα τα ονόματα των φαρμάκων και τις ετικέτες τους. Ύστερα γύρισα στο χωριό και όταν οι γονείς μου κατάλαβαν ότι δεν έπαιρνα τα χάπια, τα έβαζαν κρυφά στο φαγητό μου για χρόνια ολόκληρα. Από μικρό παιδί μού συμπεριφέρονταν σαν κορίτσι. Όλα τα αδέρφια μου πήγαν και δούλεψαν στη βάρκα με τον πατέρα μου και εμένα δεν με πήραν ποτέ στα δίχτυα και στο ψάρεμα. Σαν κορίτσι με μεγάλωσαν, αλλά μετά αρνούνταν να πιστέψουν ότι νιώθω έτσι. Θυμάμαι όταν η μάνα μου με έβλεπε να μιλάω στο χωριό με κάποιο αγόρι, ερχόταν και με τραβούσε μακριά του». Κάπου εκεί έγινε και η πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια. «Περνούσα κρίση εφηβείας. Ήθελα να φύγω από αυτόν τον κόσμο γιατί κανένας δεν με καταλάβαινε. Έβλεπα πόσο σκάρτος είναι ο κόσμος και ήθελα να γλιτώσω...».
Ένα πρωί ήρθε στο χωριό το χαρτί του στρατού που έγραφε ότι θα παρουσιαζόταν σε ένα στρατόπεδο στο Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν χαρούμενος γιατί θα έκανε επιτέλους νέους φίλους και συγχρόνως δεν θα αποχωριζόταν τη θάλασσα που από μικρό παιδί αγαπούσε. «Πήγα φαντάρος και με απέλυσαν μέσα σε 15 ημέρες. Με έστειλαν στο νοσοκομείο της Σούδας για εξετάσεις και μου έδωσαν προσωρινό απολυτήριο με την αιτιολογία “τρανσεξουαλισμός”. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου γύρισε και μου είπε: “Aν δεν σε κρατήσουν να υπηρετήσεις την πατρίδα, μην ξαναγυρίσεις σπίτι”. Τα πήρα βαριά αυτά τα λόγια, ένιωθα ότι τους ντροπιάζω και κάπως έτσι, βρέθηκα μόνος μου στην Αθήνα. Ήμουν 20 χρόνων τότε και εντελώς άφραγκος. Για πέντε χρόνια δεν είχα καμία επαφή με τους δικούς μου, κοιμόμουν στα παγκάκια και πήγαινα με τα πόδια στις συναυλίες που έδινε τότε ο Μίκης Θεοδωράκης. Δεν είχα χρήματα για εισιτήριο, περίμενα να μπουν όλοι μέσα στο στάδιο και ύστερα ρωτούσα τους φύλακες αν υπάρχει μια θέση και για μένα. Ζούσα σε ένα παγκάκι στη Νέα Σμύρνη, πίσω από τον Άγιο Σώστη, μέχρι που με υιοθέτησε η γειτονιά. Με γνώρισαν και με αγάπησαν γι’ αυτό που είμαι. Ίσως τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου γνώρισα την αποδοχή. Υπήρχε και ένα ορφανό κορίτσι 16 χρόνων που έμενε με τη γιαγιά της σε ένα φτωχόσπιτο και ερχόταν στο παγκάκι και μου έκανε παρέα. Ήταν η μοναδική μου φίλη, παίζαμε τους ερωτευμένους και γελούσαμε».
Διάβασε όλη την ιστορία στο DownTown που κυκλοφορεί.
Δες τι άλλο θα βρεις σήμερα στο αγαπημένο σου περιοδικό, κάνοντας κλικ ΕΔΩ.