Άννα Βίσση: Η Άλφα-Βήτα του Ελληνικού Πενταγράμμου

Σαν σήμερα, έμελλε να γεννηθεί η κορυφαία Ελληνίδα show woman.
Άννα Βίσση: Η Άλφα-Βήτα του Ελληνικού Πενταγράμμου



Η Άλφα-Βήτα του Ελληνικού Πενταγράμμου

Του Στέλιου Κοντέα

Το ελληνικό αλφάβητο ξεκινάει με τα αρχικά της. Τυχαίο; Η μοίρα ξέρει να παίζει τα δικά της παιχνίδια. Και δεν χαρίζει τα γράμματα αυτά παρά μόνο στα πραγματικά αστέρια. Γι’ αυτό ίσως δεν θα βρείτε παρά μόνο μία άλλη, παρόμοιου βεληνεκούς, στο ελληνικό star system με τα συγκεκριμένα…. 

Σαν σήμερα, στη Λάρνακα της Κύπρου, έμελλε να γεννηθεί η κορυφαία ελληνίδα show-woman όλων των εποχών, η συγκλονιστικότερη ίσως ερμηνεύτρια, η πιο διαχρονική τραγουδίστρια της Ελλάδας (αν και θα μας διέκοπτε και η ίδια εδώ, για να αναφέρει πρώτη τη Μαρινέλλα), η απόλυτη ελληνίδα σταρ μετά το πέρασμα της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην αιωνιότητα… Μια γυναίκα που έπαιξε σκάκι με τον Χρόνο και τον κέρδισε…

Το 1974, ο Μίκης Θεοδωράκης την εμπιστεύεται για την ηχογράφηση μελοποιημένης ποίησης του Γιάννη Ρίτσου («18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας»). Την ίδια χρονιά, ο Σταύρος Κουγιουμτζής αναγνωρίζει τον ήχο του βιολοντσέλου στο ηχόχρωμα της φωνής της και της χαρίζει υπέροχα τραγούδια, όπως το «Αχ, Περιστέρι μου» (σε στίχους Άκου Δασκαλόπουλου) και τα «Χρόνια της Υπομονής» (σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου). 

Ο Γιώργος Χατζηνάσιος, που επίσης συνεργάζεται τότε μαζί της, θυμάται σήμερα: «Είχα διαβλέψει το ταλέντο της και τη χάρη που διέθετε σαν προσωπικότητα από τα πρώτα της βήματα. Με έβγαλε ασπροπρόσωπο σε ένα θεατρικό έργο (σ.σ.: την επιθεώρηση «Κάθε Τρύπα και Πετρέλαιο») που της είχα εμπιστευτεί το δεύτερο μέρος, το 1974. Εκεί κατάλαβα ότι η Βίσση θα γίνει μια από τις μεγαλύτερες σταρ του ελληνικού τραγουδιού! Ήταν επαγγελματίας από την πρώτη στιγμή! Πολύ χαριτωμένο πλάσμα που σε κέρδιζε! Πολύ ελκυστική φυσιογνωμία! Ένα ωραίο κοριτσάκι, με όλο αυτό το απέριττο που έχουν οι Κύπριοι, συνδυασμένο με πολύ καλή φωνή».

Το 1977 είναι μια κομβική χρονιά στην καριέρα της. Κερδίζει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης ερμηνεύοντας το «Ας Κάνουμε Απόψε Μια Αρχή» του Δώρου Γεωργιάδη. Τότε είναι που κυκλοφορεί και ο πρώτος της προσωπικός δίσκος με τίτλο το νικηφόρο τραγούδι του συμπατριώτη της. Στο άλμπουμ περιλαμβάνονται και δύο μπαλάντες σε μουσική του Γιάννη Σπανού (και στίχους του Μάνου Ελευθερίου). Το πρόσωπο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη φωτίζεται όταν του ζητάω να θυμηθεί εκείνη τη συνεργασία και να αποτιμήσει την εξέλιξη της ερμηνεύτριας: «Έτυχε να ’μαι κι εγώ στο ξεκίνημα της! Τη θεωρώ πολύ σπουδαία την Άννα! Πρώτα-πρώτα, είναι performer. Δηλαδή, είναι κάτι καινούργιο στην Ελλάδα, δεν υπήρχε πριν! Η Άννα έφερε την Αμερική εδώ! Έφερε την αμερικανική σκηνή. Αλλά είναι και σπουδαία τραγουδίστρια! Μπορεί να κάνει, να τραγουδήσει τα πάντα!»

Η θητεία της στο έντεχνο είναι σχολείο. Το πεπρωμένο της, όμως, είναι να πειραματιστεί με όλα τα είδη μουσικής. Γι’ αυτό, περιμένει τη μοιραία συνάντηση που θα της αλλάξει ρότα. Αυτή δεν αργεί. Οι δρόμοι της διασταυρώνονται με τον Νίκο Καρβέλα, τον άντρα της ζωής της…

Εκείνη έχει δώσει ήδη ισχυρά δείγματα της ροπής της προς την ποπ. Το 1979 τραγουδάει το «Αυτός Που Περιμένω» των Σπύρου Βλασσόπουλου – Δημήτρη Ιατρόπουλου. Το 1980, το «Όσο Έχω Φωνή» του Φίλιππου Νικολάου. Την ίδια εποχή, ερμηνεύει αισθαντικά τη «Μεθυσμένη Πολιτεία», σε στίχους πάλι του Ιατρόπουλου και μουσική του –διεθνώς καταξιωμένου πιανίστα– Μανώλη Μικέλη. Αναμφίβολα, ένα από τα διαμάντια της προσωπικής της δισκογραφίας…

Τη δεκαετία του 1980, ο Καρβέλας τη μεταμορφώνει ολοκληρωτικά σε βασίλισσα της ελληνικής ποπ. Απλοί στίχοι και ανάλαφρες μελωδίες, όπως ταιριάζει στο –αδίκως λοιδορούμενο εν Ελλάδι– είδος. Η Φύση απεχθάνεται το κενό. Και η απουσία του από την ελληνική δισκογραφία γίνεται πλέον παρελθόν χάρη σε εκείνη κι εκείνον. Μια λέξη-κλειδί συνήθως για το ρεφραίν: «Φωτιά», «Έμπνευση», «Τώρα», «Είμαι», «Φως». Τα τραγούδια περιγράφουν τους εφηβικούς έρωτες και γίνονται απαραίτητα soundtrack των μαθητικών πάρτυ: «Σαν Και Μένα Καμιά», «Σ’ Αγαπάω Τελεία Και Παύλα», «Με Αγάπη Από Μένα Για Σένα», «Δεν Σ’ Αλλάζω», «Τα Κορίτσια Είναι Άτακτα» κ.ά. Ο «Τελευταίος Χορός», το ιδανικό μπλουζ. Μεταξύ άλλων, στους ίδιους δίσκους, η Βίσση ερμηνεύει πρώτη το «Δώδεκα», τα «Μαθητικά Χρόνια», το «Ένα Σου Λέω, Ένα». Εν ολίγοις, αληθινά αριστουργήματα, που κάθε έντεχνη της γενιάς της θα ονειρευόταν για το ρεπερτόριό της…

Επί της ουσίας, ο μέντοράς της είναι πολυπρόσωπος και παραγωγικός. Ανατολίτικες επιρροές στο «Ψεύτικα τα Δάκρυά Σου», κλασικές στη ροκ όπερα «Δαίμονες». Εκείνη ανταποκρίνεται με κλειστά μάτια σε όλα. Του παραδίδεται αμαχητί. Κάτι ξέρει, προφανώς… Δικαιώνεται πλήρως στον δίσκο «Εμείς» (1992) που μοιράζονται από κοινού, όπου της χαρίζει το τραγούδι που σημάδεψε τη ζωή της, τη ζωή του και τη ζωή μας με την ερμηνεία της: «Δεν Θέλω Να Ξέρεις».

Η μεταπήδησή της από το έντεχνο στην ποπ, εκτός από φανατικούς θαυμαστές, δημιουργεί και φανατικούς πολέμιους. «Είναι μαλάκες και κομπλεξικοί» μού λέει ευθέως, σήμερα, ένας κορυφαίος στιχουργός του έντεχνου, απαντώντας στην επισήμανσή μου ότι κάποιοι της γενιάς του την καρφώνουν εξ αυτού του λόγου. Προηγούμενα μου έχει δηλώσει: «Είναι θεά η γυναίκα, είναι ασύλληπτη!». Κρίμα που δεν μπορώ, για ευνόητους λόγους, να αναφέρω το όνομά του, για να σταματήσει αυτή η πικρόχολη κριτική. Όσοι δεν ανήκουν στην προηγούμενη κατηγορία, της αναγνωρίζουν ότι υπηρέτησε όλα τα είδη μουσικής, ακόμη και την ποπ και την λαϊκοποπ, με σεβασμό και ταλέντο. Το 1994, εκείνη επιστρέφει στο έντεχνο, χωρίς να αφήνει από το χέρι της τον Καρβέλα, με το «Ρε!». Έναν δίσκο με εμπορική αποτυχία αλλά φανατικούς ακροατές. 

To 1996, το άλμπουμ «Κλίμα Τροπικό» εκτοξεύει την καριέρα της στα ουράνια. Oι εμφανίσεις της στο «Χάος», με τον Σάκη Ρουβά, την αναδεικνύουν στην κορυφαία show-woman της Ελλάδας. Απολύτως αδύνατον να βρεις τραπέζι. (Προσωπική μαρτυρία: Παίρνουμε τηλέφωνο την ημέρα που έκλειναν τα σχολεία για τις Γιορτές και μας απαντούν ότι όλα τα τραπέζια είναι κλειστά μέχρι το τέλος τους!). Και τους επόμενους μήνες, στους υπόλοιπους χώρους που εμφανίζεται («Riba’s», «Γκάζι», «Αστέρια») επικρατεί το αδιαχώρητο. Στην παρουσίαση του δίσκου «Αντίδοτο», σε πόλεις της Ελλάδας, κλείνουν δρόμοι και προκαλείται –άθελά της– κυκλοφοριακό κομφούζιο. Στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του «ΣΚΑΪ», της ξεφεύγει το «είμαι χεσμένη απ’ την επιτυχία αυτή» – αντιπροσωπευτικότερο όλων…

Στις 20 Μαρτίου του 1999 εμφανίζεται στο «Madison Square Garden» της Νέας Υόρκης. Ο μουσικοκριτικός Jon Pareles γράφει στους «New York Times»: «Με απλωμένα τα χέρια της και γεμάτο χάρη βηματισμό, δεν ήταν ούτε απρόσιτη ούτε μια πακεταρισμένη ποπ ντίβα αλλά μια ακαταμάχητη entertainer». Μεταξύ των θεατών βρίσκεται και η Aretha Franklin. Μετά το τέλος της συναυλίας, το εφηβικό της ίνδαλμα δηλώνει: «Διάβασα πως είναι φαν μου, όμως, αφότου την είδα, είμαι η μεγαλύτερη της θαυμάστρια!».

Το καλοκαίρι του 2000 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό ένα αξεπέραστο show στα «Αστέρια» της Γλυφάδας. Το καλύτερο της ever, σύμφωνα με την πλειονότητα των θαυμαστών της. Μια «Αγάπη Υπερβολική» σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της, με το clip του τραγουδιού – ενθύμιο της κινηματογραφικής έναρξης. Η εμφάνισή της την αναγορεύει σε «θεά των κοιλιακών». «Σε αφήνει άφωνο με το πόσο έχει δουλέψει τον εαυτό της. Μέσα κι έξω. Μέσα, γιατί δεν τραγουδάει απλά καλά, ερμηνεύει με την ένταση που μόνο ελάχιστοι καταφέρνουν, δίνοντας καθημερινά ένα μικρό ρεσιτάλ φωνητικών βιρτουοζιτέ. Και έξω, γιατί, στην πιο ώριμη και γοητευτική της στιγμή, κάνει την κάθε teen σταρ τύπου Britney Spears να φαντάζει ως μασημένη τσιχλόφουσκα, γευστική μόνο στα πρώτα δύο λεπτά» γράφει ο Κλέωνας Ρήγας στο editorial του αυγουστιάτικου «Nitro».

Ακολουθεί η δισκογραφική της «Κραυγή», που ακόμα και σήμερα πλασαρίζεται στο Top-10 των πιο εμπορικών δίσκων όλων των εποχών στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας. Με 350 χιλιάδες αντίτυπα, πάνω ακόμα και από το θρυλικό «Ρεσιτάλ» Μαρινέλλας – Κώστα Χατζή.

Στην πραγματικότητα, η Βίσση δεν έχει ποτέ αμιγείς αποτυχίες στην καριέρα της. Οι εμπορικές αποτυχίες είναι καλλιτεχνικές επιτυχίες. Και οι καλλιτεχνικές αποτυχίες, εμπορικές επιτυχίες. Τα παραδείγματα, πολλά. Πιο χαρακτηριστικό: οι «Δαίμονες». Η ίδια και ο Καρβέλας παραδέχονται επανειλημμένα τη μεγάλη οικονομική ζημιά τους από το πρώτο ανέβασμα του έργου στο Θέατρο Αττικόν, για δύο σεζόν, την περίοδο 1991-1993. Κι όμως, η παράσταση είναι καλλιτεχνικός θρίαμβος. Μπροστά από την εποχή της. Όλοι μιλούν για την πρωτότυπη μουσική και τις δυνατές ερμηνείες. Όσοι την παρακολουθούν, ζητούν να την ξαναδούν. Όσοι τη χάνουν, το θέλουν περισσότερο. 20 χρόνια μετά την τελευταία αυλαία, εκείνοι τούς χαρίζουν ξανά τη μαγεία της πρώτης τους ροκ όπερας στο Θέατρο Παλλάς – και η παράσταση σημειώνει πιένες. Περισσότερα από 80 χιλιάδες εισιτήρια, μεσούσης της οικονομικής κρίσης και παρά το ανέβασμά της στο τέλος της σεζόν, τον Μάρτιο του 2013.

Για το δεύτερο λυρικό τους έργο, τη «Μάλα» (2002), η πρωταγωνίστρια παίρνει διθυραμβικές κριτικές, ακόμα και από έντυπα-ναυαρχίδες δημοσιογραφικών ομίλων που τη χτυπούσαν ανελέητα, όταν μεσουρανούσε στις πίστες (σαν να είχαν προσωπικά μαζί της ή σαν να μην υπήρχαν πριν από εκείνη νυχτερινά κέντρα και γαρδένιες). «Όσο κι αν έχουμε κρατήσει τις αποστάσεις μας από τα γκλαμουράτα νυχτερινά θεάματα που έχουν ανακηρύξει την Άννα Βίσση σε απόλυτο star symbol, ήταν δύσκολο να πούμε όχι στο… δέλεαρ της πανάκριβης για τα ελληνικά δεδομένα “Μάλα”, η οποία […] εξαίρει τις φωνητικές, αλλά και υποκριτικές ικανότητες της πρωταγωνίστριας» γράφει μεταξύ άλλων η Χάρις Ποντίδα στα «Νέα» (28/1/2002). Καταλήγοντας: «Και η Άννα Βίσση: Εδώ… chapeau που θα έλεγαν και οι Γάλλοι (τουτέστιν, της βγάζουμε το καπέλο μας). Αν σκεφτούμε, μάλιστα, ότι αυτή η γυναίκα δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός και κατάφερε να κινηθεί με τέτοια άνεση, τραγουδώντας και παίζοντας για πάνω από τρεις ώρες». Όλοι οι κριτικοί κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος (ο Γιάννης Σβώλος στην «Ελευθεροτυπία», ο Νίκος Φωτάκης στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης στον «Ελεύθερο Τύπο», η Ματίνα Καλτάκη στον «Κόσμο του Επενδυτή», η Τίνα Μεσσαροπούλου στην «Απογευματινή» κ.ο.κ.). Για να δει την παράσταση, ταξιδεύει από την Αυστραλία στην Αθήνα και η Susan Chenery, δημοσιογράφος της εφημερίδας «Australian». Στη δική της ανταπόκριση (24/5/2002), που διαβάζεται στην άλλη άκρη του κόσμου, χαρακτηρίζει την Άννα-Μάλα «ελληνίδα θεά που ραγίζει καρδιές». «Οι Έλληνες αγαπούν το δράμα και μια ντίβα. Και η Βίσση φαίνεται να είναι ο μαγνητικός θησαυρός για αμέτρητα μεσογειακά όνειρα, η τέλεια προσωπικότητα να προβάλει τον εθνικό χαρακτήρα του ελληνικού πάθους», αποφαίνεται. Για εμάς, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Αρκεί η ερμηνεία της στο συγκλονιστικό «Μια Αγάπη Φωτιά»… 

Το «Down Town», ακολουθώντας τον σφυγμό, της χαρίζει δεκάδες εξώφυλλα από τη γέννησή του στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Πολλά χρόνια πριν (υποχρεωθούν να) τη φιλοξενήσουν στο εξώφυλλό τους, δις (τον Δεκέμβριο του 2010 και τον Μάρτιο του 2013), ένθετα κυριακάτικων εφημερίδων, που λησμονούν το αμαρτωλό παρελθόν τους ως προς τα γραφόμενά τους για εκείνη. Ούτε αυτή, όμως, τους γυρνάει την πλάτη, αφήνοντας στη λήθη την πρότερη χολή τους.  Για εκείνη, άλλωστε, έχουν γράψει οι «Times» της Νέας Υόρκης…

Δέχεται την καλοπροαίρετη κριτική. Αλλά είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι έχει μετατραπεί σε σάκο του μποξ για όσους θέλουν να χτυπήσουν μέσω αυτής τον Καρβέλα. Αν και δεν υπερασπίζεται ούτε η ίδια το σύνολο του ρεπερτορίου της που φέρει την υπογραφή του. «Ναι, να αμφισβητήσω κάποια κομμάτια μου, αλλά είναι τόσο πολλά εκείνα τα οποία δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Πείτε μου ότι έχω πει και πέντε-δέκα αφελή τραγούδια, αλλά έχω πει και πενήντα αριστουργήματα για το είδος μου» δηλώνει σε μια συνέντευξή της το 2010. Κι αν ακόμη μετρηθούν περισσότερα τα αφελή, έχει δίκιο να επαίρεται ότι έχει την τύχη να ερμηνεύσει πρώτη σπάνια καρβελικά αριστουργήματα: «Δώδεκα», «Ένα Σου Λέω, Ένα», «Δεν Θέλω Να Ξέρεις», «Παραλύω», «Θάνατος», «Μαύρα Γυαλιά», «Γκάζι», «Αυτή Τη Φορά», «Χ» κ.ά. Σχεδόν σε κάθε της δίσκο υπάρχει ένα τραγούδι που μακράν ξεχωρίζει …

Ξέρει καλύτερα απ’ όλους τι σημαίνει ο συγκεκριμένος συνθέτης για εκείνη: «Ο Νίκος μού δίνει τραγούδια που απαιτούν τα πάντα από εμένα: να παίξω, να κλάψω, να αγριέψω, να ροκάρω, να χορέψω, να γελάσω». Εκτός από τις μπαλάντες, εξαιρετικά ζεϊμπέκικα («Εκατομμύρια, «Να ’Σαι Καλά», «Μεθυσμένη μου Καρδιά»), χασάπικα («Ερωτευμενάκι», «Ατμόσφαιρα Ηλεκτρισμένη», «Ψυχεδέλεια») και τσιφτετέλια («Ψεύτικα», «Σεντόνια», «Τραύμα») συνυπάρχουν με ανάλαφρα ποπ («Σ’ Έχω Επιθυμήσει», «Χωρίς Το Μωρό μου», «Έκπληξη») και δυνατά beat («Αγάπη Υπερβολική», «Κραυγή», «Νάιλον»).

Το 2008 κάνει το «Απαγορευμένο» βήμα να τον εγκαταλείψει προς στιγμήν, συνεργαζόμενη με ονόματα του βεληνεκούς του Patrick Leonard (παραγωγού της Madonna) και του Greg Ladanyi (βραβευμένου με Grammy). Οι ερμηνείες της στο ομώνυμο (σε μουσική του Leonard και στίχους της Ελεάνας Βραχάλη), και τα διασκευασμένα «Μέταλλο» και «Κόντρα» (σε στίχους της Μυρτώς Κοντοβά) αποτελούν ηχητικές απολαύσεις…

Ακολουθούν και δισκογραφικά λάθη, όπως το «Τυραννιέμαι», τα οποία ομολογεί η ίδια σε συνεντεύξεις της. Στην πραγματικότητα, η λαϊκοπόπ είναι τελείως εκτός εποχής για τη χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση Ελλάδα. Εκείνη, με γεμάτο το οπλοστάσιο του ρεπερτορίου της από το παρελθόν, δίνει εξαιρετικά live, με χαρακτηριστικότερο το «Δώδεκα» στο «Rex» τη χειμερινή περίοδο 2011-2012. Το Youtube κατακλύζεται από βιντεάκια θαυμαστών της με τις σπαραξικάρδιες ερμηνείες της. Όχι μόνο σε δικά της τραγούδια, αλλά και στο «Someone Like You», τον «Ξαφνικό Έρωτα», το «Πάτωμα», τη «Σκλάβα», το «Ποια Νύχτα σ’ Έκλεψε», το «Ο Ουρανός Φεύγει Βαρύς». 

Ο Καρβέλας τής χαρίζει ένα ακόμα λυρικό έργο το 2015. Ο τίτλος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει τη φωνή της που απλώνεται στο θέατρο «Pantheon»: «Οι Καμπάνες του Εντελβάις». Εκείνη δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας στα μονόπρακτα – κάτι που της το αναγνωρίζουν ακόμα και οι κριτικοί που σχολιάζουν αρνητικά τη σκληρή υπόθεση του έργου.

Και η ιστορία της συνεχίζεται με τον πρόσφατο δίσκο «Συνέντευξη», με το εξαιρετικό ομώνυμο και το αισθαντικό «Αχώριστοι» (διασκευή του «Give In To Me») σε στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, σε ένα άλμπουμ κατά τ’ άλλα καρβελικό…

Για τους επικριτές της, υπάρχει και η αδιάβλητη κατάταξη της IFPI με τους ευπώλητες ερμηνευτές. Αμέσως μετά την αντρική δυάδα Νταλάρα-Πάριου, ακολουθεί την Αλεξίου στη λίστα των τραγουδιστών με τις περισσότερες πωλήσεις ολοκληρωμένων άλμπουμ στην Ελλάδα, πλησιάζοντας το 1,5 εκατομμύριο. Με τους θαυμαστές της να υπογραμμίζουν ότι η συμπερίληψη maxi single, όπως η «Αγάπη Υπερβολική», θα έκανε και την αγαπημένη της Χαρούλα, να ακολουθεί…

Από την άλλη, όλοι αυτοί οι αριθμοί φαίνεται να μην έχουν τόση σημασία, όσο η πραγματικότητα των αισθήσεών μας. Εκείνη εξακολουθεί να γοητεύει τους οφθαλμούς μας με την εικόνα της και τα ώτα μας με τη φωνή της, παρά τα 43 χρόνια καριέρας στην πλάτη της. Διά του λόγου το ασφαλές, μπορεί κάποιος να επισκεφτεί το «Hotel Ερμού» κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Και –χωρίς κακία– να τα αντιπαραβάλει με την κατάληξη χαλασμένων (από τα χρόνια ή τις καταχρήσεις) φωνών και γιαουρτωμένων συναδέλφων της, για να διαπιστώσει αν υπάρχει παρόμοιό της σε διάρκεια στον Τόπο μας… 

Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από το βιβλίο του Στέλιου Κοντέα «Άννα Βίσση: Η Απόλυτη Ελληνίδα Σταρ» (εκδόσεις Creative Point, 2015)