Στην ελληνική κωμωδία τα δίδυμα έχουν μεγάλη ιστορία. Όταν δύο ταλαντούχες πένες συνεργάζονται, είναι αναμενόμενο να περιγράφουν καλύτερα. Υποθέσεις, χαρακτήρες, διαλόγους. Οι Ασημάκης Γιαλαμάς – Κώστας Πρετεντέρης, Αλέκος Σακελλάριος – Χρήστος Γιαννακόπουλος και Νίκος Τσιφόρος – Πολύβιος Βασιλειάδης έχουν περάσει εδώ και πάρα πολλά χρόνια στον πάνθεο των αθανάτων, μέσα από τα θεατρικά τους έργα που εξελίχτηκαν σε κινηματογραφικές ταινίες και μόνιμες οάσεις για την έρημο της ελληνικής τηλεόρασης.
Του Στέλιου Κοντέα
Αν τους ζητούσαμε, από ’κεί ψηλά που βρίσκονται σήμερα, να ξεχώριζαν δύο δίδυμα συναδέρφών τους στη σύγχρονη εποχή, δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε την απάντησή τους: Αλέξανδρος Ρήγας – Δημήτρης Αποστόλου και Μιχάλης Ρέππας – Θανάσης Παπαθανασίου. Ανεξάρτητα, βέβαια, από την ύπαρξη κι άλλων ταλαντούχων διδύμων (Χάρης Ρώμας – Άννα Χατζησοφιά) ή μονάδων (Δήμητρα Παπαδοπούλου, Λευτέρης Παπαπέτρου, Γιώργος Καπουτζίδης). Η πρόβλεψη μας εδράζεται στο ότι οι συγκεκριμένοι βρίσκονται πίσω από πολλές –μάλλον τις περισσότερες– θεατρικές και τηλεοπτικές επιτυχίες από τη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, η υπογραφή των Ρήγα-Αποστόλου είναι –αν όχι εγγύηση– σίγουρα ισχυρό κίνητρο για να διαθέσει κάποιος χρόνο και χρήμα για να απορροφηθεί στις ιστορίες και τους διαλόγους τους. Από τις πρότερες δουλειές τους, ξεχωρίζει μακράν η τηλεοπτική σειρά «Δύο Ξένοι» (1997-1999). Τα πολλά λόγια γι’ αυτήν περιττεύουν, αφού αγαπήθηκε σχεδόν καθολικά από τους έλληνες τηλεθεατές και προβλήθηκε άγνωστο αριθμό φορών σε επανάληψη. Εκεί ήταν που οι συγγραφείς κέρδισαν το μεγάλο κοινό και έβαλαν παρακαταθήκη για τη συνέχεια…
Οι κακές γλώσσες θα μπορούσαν να τους προσάψουν ότι οι καινοτομίες που εισήγαγαν τότε μετατράπηκαν σε μια μανιέρα που ανακυκλώθηκε ατέρμονα και στις επόμενες συγγραφικές τους απόπειρες. Στην πραγματικότητα, όμως, κάθε καλλιτέχνης έχει ένα στυλ που τον χαρακτηρίζει και σ’ αυτό –λίγο έως πολύ– οφείλει το ταλέντο και την όποια επιτυχία του. Με αποτέλεσμα να είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο και να διαφοροποιηθεί…
Γρήγορες εναλλαγές, ζωηροί διάλογοι, ευφυείς ατάκες, αιχμηρά καρφιά για δημόσια πρόσωπα (με ονόματα ή φωτογραφικές φράσεις) και υψηλοί τόνοι από τους πρωταγωνιστές (ενίοτε αδικαιολόγητα έως εκνευριστικά). Στοιχεία που βρίσκει κάποιος και στο «Μπαμπά, μην Ξαναπεθάνεις Παρασκευή». Ένα έργο που υπολογίζεται ότι παρακολούθησαν στο παρελθόν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Έλληνες, στις πέντε σεζόν και τις δύο περιοδείες της ιστορίας του.
Σίγουρα, πρόκειται για μια παράσταση που βλέπεται ευχάριστα και με ενδιαφέρον. Μια μαύρη κωμωδία, με ιδιαίτερα πυκνή πλοκή, που κρατά σε εγρήγορση τον θεατή. Στον πυρήνα της, πραγματεύεται την ιστορία ενός αρχαιοκάπηλου μακαρίτη, που στιγματίζεται ως ομοφυλόφιλος – πριν αποδειχθεί ότι δεν είναι ούτε μακαρίτης ούτε ομοφυλόφιλος. Με τις εναλλαγές δύο προσώπων στο ίδιο φέρετρο να θυμίζουν έντονα τη χιτσκοκική ταινία «Ποιος Σκότωσε το Χάρι» (εκεί ένα πτώμα θάβεται και ξεθάβεται κατ’ επανάληψη). Και τα γοτθικά σκηνικά της Λίας Ασβεστά, ακροθιγώς το «Ψυχώ».
Στην πορεία του έργου, οι ρυθμοί εντείνονται, σχεδόν γραμμικά. Οι κωμικοί διάλογοι απορροφούν όλο και λιγότερο τους θεατές, καθώς υπερισχύει η εξέλιξη της υπόθεσης. Η μαύρη κωμωδία μετατρέπεται σταδιακά σε αστυνομική περιπέτεια. Στα χέρια πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών αρχίζουν να εναλλάσσονται τα πιστόλια, καθώς διεκδικούν αμφότεροι το αρχαίο άγαλμα για τρόπαιο. Κάπου φαίνεται να χάνεται η μπάλα από τις ανατροπές. Ποιος είναι ζωντανός και ποιος νεκρός, ποιος είναι ομοφυλόφιλος και ποιος δεν είναι, ποιος είναι θύμα και ποιος θύτης. Πριν ο θεατής σιγουρευτεί, η βεβαιότητά του ανατρέπεται…
Σ’ αυτό το “παιχνίδι”, όλοι οι ηθοποιοί δίνουν από αξιοπρεπείς έως πολύ καλές ερμηνείες. Η Χρυσούλα Διαβάτη, με το κατακόκκινο μαλλί, τις χαρακτηριστικές γκριμάτσες και τα πανταχού παρόντα “καρφιά”, θυμίζει τον αγαπημένο ρόλο της «Φλώρας» από τους «Ξένους». Αυθόρμητο γέλιο βγάζουν και οι Παντελής Καναράκης και Σοφία Μουτίδου, αξιοποιώντας αμφότεροι, εκτός από το ταλέντο τους, το σωματότυπο και την αμφίεσή τους. Ο πρώτος στον ρόλο του εραστή του μακαρίτη και η δεύτερη στο ρόλο της μοιρολογίστρας στην κηδεία του. Ο Τάσος Παλαντζίδης είναι ο μακαρίτης που… δεν πέθανε. Ευγενική φυσιογνωμία, χαρακτηριστική φιγούρα, μπαινοβγαίνει στο φέρετρο. Ο Δημήτρης Μαυρόπουλος, ο βασικός μοχλός της ιστορίας, ξέρει όλη την αλήθεια και κινεί τα νήματα. Η Μπέσυ Μάλφα, η καλλίγραμμη, προκλητικά ντυμένη, γοητευτική περσόνα, μαγνητίζει τα βλέμματα.
Οι… ρηγοαποστολικοί διάλογοι είναι εμποτισμένοι με πρόσωπα και πράγματα από το παρελθόν και το παρόν. Από το «Πατέρα, άκουσες τα νέα;», όπως ακούστηκε πρώτη φορά στον επικήδειο του Ανδρέα Παπανδρέου το 1996, μέχρι την προσφάτως υπουργοποιημένη, στον τομέα του πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου. Καθώς και την Ελένη Μενεγάκη, τον Πέτρο Κωστόπουλο, τον Βασίλη Μπουζιώτη, τον Πάνο Ζόγκα, το περιοδικό «Down Town», το σουβλατζίδικο του Μπαϊρακτάρη, το Facebook και το botox. Εν ολίγοις, ένα μωσαϊκό της προ και μετά χρεοκοπίας νεοελληνικής πραγματικότητας, με τα κομμάτια να τοποθετούνται ένα-ένα από το πινγκ-πονγκ ερωτοαπαντήσεων μεταξύ των ηρώων…