
Ένας μοναχικός άνθρωπος που ωστόσο πάλευε με όλες τους τις δυνάμεις για τα δικαίωμα του καθενός στη διαφορετικότητα άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο. Μόνος. Η ιστορία ζωής και θανάτου της θρυλικής τραβεστί Αλόμα, του Μπάμπη Ταμουτσίδη όπως ήθελε να τον φωνάζουν (πάλι) τα τελευταία δύο χρόνια, είναι μια ιστορία συνεχόμενων αγώνων, παθών και μοναξιάς.
Αυτή είναι η τελευταία του συνέντευξη όπως τη δημοσίευσε η Lifo.gr. Ο Γιάννης Χατζηγεωργίου μας βοηθάει να γνωρίσουμε καλύτερα τον έξυπνο και δραστήριο αυτόν άνθρωπο που έφτασε μέχρι την ίδρυση κόμματος για να προστατεύσει τα δικαιώματα των τραβεστί, των εκδιδομένων προσώπων και όσων νιώθουν ή θεωρούνται διαφορετικοί.
«Με την Αλόμα συναντιόμασταν αρκετά συχνά τον τελευταίο καιρό. Επιζητούσε την παρέα, τη συντροφιά, την κουβέντα - ήθελε να έχει κόσμο γύρω της. Σύχναζε στην Ομόνοια, στο café απέναντι από τα Hondos Center αλλά και στη «Στάνη», το παλιό ζαχαροπλαστείο στην Μαρίκας Κοτοπούλη λίγα μέτρα από το αστυνομικό τμήμα Ομονοίας, ενώ τα μεσημέρια έτρωγε πάντα στου «Βενέτη» - στις 12:00, με το που άνοιγε η κουζίνα, καθόταν σε κάποιο από τα τραπεζάκια της πλατείας, παράγγελνε κάποιο από τα «φαγητά ημέρας» και για το τέλος milk shake σοκολάτας που τόσο πολύ της άρεσε.
Το αστυνομικό ρεπορτάζ της Τετάρτης έγραψε πως «Μία από τις πιο γνωστές τραβεστί της Ελλάδας, η Αλόμα, κατά κόσμον Μπάμπης Ταμουτζίδης, άφησε την Τρίτη το πρωί, σε ηλικία 67 ετών, την τελευταία της πνοή, σε νοσοκομείο της Αθήνας, όπου νοσηλευόταν με σοβαρά εγκαύματα. Αυτά προκλήθηκαν όταν ξέσπασε φωτιά στο σπίτι της, κάτω από συνθήκες οι οποίες μέχρι τώρα δεν έχουν διευκρινιστεί».
Πού μεγάλωσες;
Σε ένα μικρό χωριό, κοντά στο Κιλκίς. Αγροτική οικογένεια ήμασταν και είχα επτά ετεροθαλή αδέλφια. Εγώ, θυμάμαι, είχα μεγάλη αδυναμία στη μητέρα μου - συνήθως αυτό συμβαίνει με τους ομοφυλόφιλους. Αυτήν είχα ως πρότυπό μου, όλο στην αγκαλιά της ήθελα να είμαι, δεν ήθελα να πηγαίνω στα καφενεία, επιθυμούσα τη γυναικεία παρέα. Ως παιδί, λόγω των οικογενειακών μας προβλημάτων, στερήθηκα την αγάπη, τη θαλπωρή. Δεν είχα συμπαγή οικογένεια. Στα 9 μου χρόνια, καθώς κάναμε μπάνιο σε ένα ποτάμι, κάποιος ηλικιωμένος γείτονάς μας ξεχώρισε εμένα από όλα τα παιδιά που παίζαμε μαζί, με πήγε παράμερα, έβαλε το κεφάλι μου μέσα στο νερό για να μην ακούγομαι και με βίασε. Το αίμα από το σώμα μου κοκκίνισε το νερό, έκλαιγα, σπάραξα, αλλά δεν το είπα στους γονείς μου. Αυτός ο βιασμός έχω την εντύπωση ότι επίσπευσε την κατάσταση της ομοφυλοφιλίας. Όσα παιχνίδια παίζαμε μετά με τα άλλα παιδιά είχαν μέσα πάντα κάτι σεξουαλικό κι εγώ ήμουν ανέκαθεν ο παθητικός. Έκανα τη δασκάλα ή όταν παίζαμε κρυφτό όλοι ήθελαν να είναι στην ομάδα μου, επειδή εκεί που κρυβόμασταν εμείς παίζαμε σεξουαλικά παιχνίδια. Τώρα σκέφτομαι ότι μάλλον αυτά τα παιδιά θα έχουν οικογένειες και εγγόνια.
Τι όνειρα έκανες όταν ήσουν παιδί;
Δεν έκανα όνειρα. Δεν είχα περιθώρια για όνειρα.
Πότε βγήκες για πρώτη φορά στο πεζοδρόμιο;
Το 1966, σε ηλικία 17 ετών. Ήμουν στη δεύτερη φουρνιά τραβεστί που βγήκαν στην Ελλάδα, σχεδόν από τους πρώτους. Τυχαία έγινε. Είχα πάει σε ένα κομμωτήριο, εκεί πήγαιναν και κάποιες τραβεστί και κουβέντα στην κουβέντα μου άρεσε αυτή η κατάσταση. Μία από αυτές, η Τερέζα, με βάφτισε από τότε «Αλόμα». Ξεκίνησα στα Λαδάδικα. Τότε οι ιερόδουλες έπαιρναν 15 δραχμές, επειδή όμως εμείς ήμασταν το καινούργιο φρούτο και κάναμε παρά φύσιν πράγματα που δεν δέχονταν να κάνουν οι ιερόδουλες, ζητούσαμε 20 δραχμές. Εκείνη την εποχή υπήρχε πολύ μεγάλη αστυνομική βία. Στα 21 μου ήρθα στην Αθήνα όπου και έμεινα. Κι εδώ, όμως, ήμασταν «η ρετσινιά της κοινωνίας».
Έχεις φίλους;
Όχι. Με παράτησαν όλοι. Παλιά είχα δίπλα μου πολύ κόσμο, τώρα με αποφεύγουν, δεν μου μιλάνε.
Θα ήθελες να σε αγαπάνε περισσότερο;
Ναι. Αλλά φταίω...
Πώς και δεν έκανες αλλαγή φύλου;
Δεν θέλησα ποτέ να γίνω γυναίκα. Ο ψυχικός μου κόσμος σταματούσε στον τραβεστισμό, δεν πήγαινε παρακάτω. Η εγχείρηση είναι σακατεμός, η ψυχούλα τους το ξέρει όσοι το κάνουν. Ο τραβεστί δεν είναι γυναίκα, είναι άντρας. Γεννήθηκε άντρας. Εγώ ποτέ δεν αισθανόμουν γυναίκα. Όταν μάλιστα μου ζητούσε ο άλλος να είμαι ενεργητικός, πώς να πάω και να κόψω το όργανό μου; Ήταν και εργαλείο της δουλειάς μου.
Από πότε έχεις να βάλεις γυναικεία ρούχα;
Δύο χρόνια. Τελευταία φορά ντύθηκα στη γιορτή μου. Κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και έλεγα «έτσι ήσουνα παλιά;». Στεναχωρέθηκα. Γιατί γινόμουν πολύ ωραία γυναίκα! Τώρα κουράζομαι κιόλας να κάνω την αλλαγή, γιατί θέλει πολλή δουλειά: για να κάνω τεντωμένο το δέρμα μου πρέπει να βάλω λευκοπλάστη και να τσιτώνομαι, το καλοκαίρι με την περούκα είναι δράμα και όλο αυτό το θεωρώ πια ταλαιπωρία.
Έχεις ζήσει περίεργα γούστα;
Τα πάντα. Όλα. Παλιά οι άντρες που έρχονταν σε μένα μου ζητούσαν να έχω τον παθητικό ρόλο. Να λειτουργώ και να συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα. Μετά άλλαξαν. Μου ζητούσαν να είμαι εγώ ο ενεργητικός. Στην αρχή μου φαινόταν κάπως περίεργο να κατεβαίνουν οι νταλικέριδες στην Καβάλας, κάτι νταβραντισμένα θηρία δυο μέτρα ύψος, να συμφωνούμε το ποσό, να πηγαίνουμε στα συνεργεία που είναι στα στενά και να μου ζητάνε να τους γαμήσω εγώ. Ύστερα το συνήθισα κι' αυτό. Είπα «άλλαξαν οι καιροί και σ' αυτό το θέμα» και το αποδέχτηκα. Προσαρμόστηκα. Δουλειά μου ήταν. Ό,τι ήθελε ο πελάτης. Αυτός που πάει με τραβεστί, αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι νορμάλ, είναι και αυτός, κατά κάποιον τρόπο, ανώμαλος. Γιατί δεν πάει με γυναίκα; Όποιος τραβεστί πάντως μπορεί και είναι σήμερα ενεργητικός, θεωρείται προτέρημα για το επάγγελμα. Έχει πιο πολλή κονόμα. Σταματάνε οι πελάτες και ρωτάνε: «Καυλώνεις;». Άλλαξαν οι εποχές. Κάποιος γεροδεμένος παλιά, αφού υπήρξε παθητικός μαζί μου, μετά ήθελε να με σκοτώσει με ένα μαχαίρι επειδή έγινε ό,τι έγινε. Με κοίταξε με αγριάδα και μου είπε: «Και τώρα τι συνέβη, ρε πούστη; Αντί να σε πηδήξω εγώ, με πήδηξες εσύ;». Κατάλαβα γρήγορα τι θα γινόταν, έφυγα τρέχοντας και τη γλίτωσα. Μπορεί να με σκότωνε. Έχω άγιο. Τι να πω; Τέτοια συνέβαιναν πολλά.
Δεν κράτησες χρήματα από τότε;
Πήρα ένα σπίτι, το οποίο πούλησα μετά. Όλα τα λεφτά μου τα έδωσα στους δικηγόρους και στα δικαστήρια για τα δικαιώματα των τραβεστί. Πολλά λεφτά! Αφοσιώθηκα στον αγώνα, αλλά δεν το μετανιώνω. Ήθελα να είμαι κι' εγώ κομμάτι από την ιστορία του κινήματος.
Ερωτεύτηκες ποτέ γυναίκα;
Δεν μπόρεσα! Δεν μπόρεσα να το αισθανθώ.
Άντρα;
Τρεις φορές. Ο μεγαλύτερός μου δεσμός κράτησε δυόμισι χρόνια. Τότε έκανα παράλληλα και πεζοδρόμιο. Αυτός αργότερα παντρεύτηκε. Θυμάμαι ότι όταν τελείωνα το βράδυ από το πεζοδρόμιο, αυτός έπαιρνε απολυμαντικό, έκανα γαργάρες και μετά κοιμόμασταν μαζί. Ήταν σαν κάτι βρόμικο που ήθελε να το καθαρίσει.
Αν κυκλοφορείς ως «Μπάμπης» και σε φωνάξουν στο δρόμο «Αλόμα», γυρίζεις το κεφάλι;
Νευριάζω πια. Θέλω σιγά σιγά να προσγειωθώ στην πραγματικότητα. Παλιά ήμουνα πολύ πιο όμορφος και τώρα, κατά βάθος, ντρέπομαι να με λένε με το γυναικείο μου όνομα. Κατά κάποιο τρόπο, με προσβάλλει πια. Αλλά καταλαβαίνεις με ποια έννοια».