Ο βουλευτής που αποφάσισε να κρατήσει την Porsche!

Τώρα πια, την Porsche δεν την πουλάω
 Ο βουλευτής που αποφάσισε να κρατήσει την Porsche!



Μια φωτογραφία από το parking της Βουλής με φόντο την ασημί Porsche του τον μετέτρεψε σε πρόσωπο της εβδομάδας. O βουλευτής της Ένωσης Κεντρώων, ένας άντρας αθεράπευτα ρομαντικός, δεν έχει να κρύψει κάτι. Ούτε τη Mercedes SLK, μοντέλο του 2000, ούτε την κόκκινη BMW μηχανή που έχει στην ιδιοκτησία του.

Απόγευμα καθημερινής στο εντευκτήριο της Βουλής. Μου σφίγγει το χέρι δυνατά, μου μιλάει για τζαζ, λάτιν, ιστιοπλοϊκά ταξίδια και βόλτες στο Μιλάνο. Φοράει κοστούμι, άρωμα και έχει εκείνη την απροσποίητη έκφραση ενός κοσμοπολίτη. Κοιτάζει χαμηλά, από αμηχανία, συστολή ή έμφυτη ευγένεια, και για πρώτη φορά χαμογελά όταν του λέω ότι στην περίπτωσή του ένα αντικείμενο, εν προκειμένω μια Porsche, προηγήθηκε της εικόνας του. Αν μία εβδομάδα νωρίτερα ρωτούσες κάποιον ποιος είναι ο Δημήτρης Καβαδέλλας, το πιθανότερο είναι πως δεν θα έπαιρνες καμία απάντηση. «Κι αυτό είναι που με στεναχωρεί. Ας μιλήσουμε λοιπόν για την περιβόητη Porsche, η οποία ήρθε στα χέρια μου τον Φεβρουάριο του 2016 κι επειδή δεν είχα σκοπό να την κρατήσω, έβαλα τον ίδιο μήνα πωλητήριο προς 5.999 ευρώ» μου λέει απλώνοντας μπροστά μου την αγγελία πώλησης: «Παρότι μπήκαν πάνω από τρεις χιλιάδες άτομα για να δουν την αγγελία, είχα μόνο πέντε τηλεφωνήματα από ενδιαφερόμενους. Το αυτοκίνητο αυτό είναι υψηλού κυβισμού, πράγμα που σημαίνει ότι έχει χαμηλή αξία και χαμηλή τιμή μεταπώλησης.

Ένα Smart αυτήν τη στιγμή κυμαίνεται από οκτώ έως δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ. Συνεπώς, και να την πουλήσω θα πάρω… μισό Smart. Ο κόσμος παρεξηγεί μια ρομαντική άποψη, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία. Υπάρχουν τόσα προβλήματα που θα ενσκήψουν άμεσα ως πέλεκεις επάνω στα κεφάλια των Ελλήνων, που είναι τουλάχιστον αστείο να ασχολούμαστε με ένα αυτοκίνητο. Ξέσπασε όλος αυτός ο σάλος για την Porsche των 6.000 ευρώ και κανείς δεν μιλάει για τα εκατομμύρια του Τσουκάτου… Θα σας πω κάτι πολύ αστείο. Ειπώθηκε στην εκπομπή του κ. Ευαγγελάτου ότι στις 4 Μαρτίου, ημέρα κατά την οποία οι αρχηγοί των κομμάτων συνεδρίαζαν στο Προεδρικό Μέγαρο παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, εγώ πήρα το αυτοκίνητο μέσα στη βροχή, λόγω αλαζονείας, κάτι σαν τη μαντάμ Σουσού, και έκανα βόλτες με ανοιχτή την κουκούλα.

Να ενημερώσω λοιπόν τους παραπληροφορημένους δημοσιογράφους που πλαισίωναν τον κ. Ευαγγελάτο ότι εκείνη την ημέρα ο καιρός ήταν αίθριος, είχε 17 βαθμούς, κι εγώ με ανοιχτή την κουκούλα πήγαινα να επιδείξω το αυτοκίνητο σε κάποιον ενδιαφερόμενο. Πέρα από αυτό, πού ήταν όλοι αυτοί οι οποίοι σήμερα κόπτονται όταν ερχόμουν στη Βουλή με τη μοτοσικλέτα, βρεγμένος μέχρι το κόκαλο; Πού ήταν τότε ένας από αυτούς να βγει και να πει: «Μπράβο, βρε Δημήτρη! Άλλοι έρχονται με αυτοκίνητα, οδηγούς και αστυνομικούς, κι εσύ πας στη δουλειά σου όπως όλος ο κόσμος… Δεν έχω να κρύψω κάτι. Ναι. Έχω και μια SLK του 2000, η αξία της οποίας δεν ξεπερνά πλέον τις 4.000 ευρώ και μία κόκκινη μηχανή BMW. Από μικρό παιδάκι αγαπούσα, βλέπετε, τις μηχανές περισσότερο από τα αυτοκίνητα…»

Ο «Άγγελος Εξάγγελος» της Άνω Κυψέλης

Του ζητάω να επιστρέψουμε σε εκείνα τα χρόνια. Στον πιτσιρικά που μεγάλωσε στην Άνω Κυψέλη και εντός μιας ευκατάστατης οικογένειας –ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του Λιμενικού και η μητέρα του τραπεζική υπάλληλος–, στον μαθητή της Σχολής Γουναράκη με τους άριστους βαθμούς, στο μικρό παιδί με τα μεγάλα όνειρα: «Θυμάμαι πως αγαπούσα πολύ την τηλεόραση. Τον ελεύθερο χρόνο μου τον διοχέτευα στην τηλεόραση και σε “πειράματα”. Στα 12 μου χρόνια έφτιαξα τον πρώτο μου ραδιοφωνικό σταθμό και υπήρξα από τους πρώτους ερασιτέχνες που έκαναν τη δεύτερη πορεία τους προς τα FM. Έπαιζα κλασική μουσική, τζαζ και λάτιν. Ποτέ ελληνικά.

Ο πρώτος μου ελληνικός δίσκος ήταν του Σαββόπουλου. Αγαπημένος ο Σαββόπουλος, λατρεμένο κομμάτι το Άγγελος Εξάγγελος. Στα 18 του χρόνια φεύγει για σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Δύσκολη προσαρμογή, περιορισμένα χρήματα, ασύλληπτη μοναξιά: «Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνο το αίσθημα έντονης μοναξιάς που ένιωθα ως φοιτητής στην Ιταλία. Δεν ήμουν καθόλου επικοινωνιακός, καθόλου κοινωνικός, κάτι για το οποίο μπορεί να ευθυνόταν και το περιορισμένο μου φοιτητικό συνάλλαγμα. Είχα έναν συγκάτοικο που του στέλνανε το λάδι σε τενεκέδες κι όταν έβαζε λάδι στο φαγητό, έπαιρνα τις σταγόνες που περίσσευαν επάνω στο στόμιο του τενεκέ…» Ύστερα από πέντε χρόνια στην Ιταλία, τελειώνει με άριστα και επιστρέφει στην Ελλάδα. Του έλειπαν τα πάντα.

Τα χρώματά της, ο κόσμος της, οι συγγενείς του, οι φίλοι του, τα μέρη όπου μεγάλωσε: «Έχω ρομαντική άποψη για τη ζωή. Χαίρομαι που είμαι ρομαντικός, από τους τελευταίους ρομαντικούς, και θεωρώ ότι όποιος στερείται ρομαντισμού είναι σαν να του λείπει ένα μάτι. Κάθε φορά που έχει καλό καιρό παίρνω το αυτοκίνητο και πηγαίνω μόνος μου μια βόλτα στο Σούνιο για να απολαύσω την ομορφιά…» Τον ρωτάω πώς μια τόσο ρομαντική ψυχή επέλεξε να μείνει μόνη, χωρίς σύζυγο και παιδιά: «Υπερεκτίμησα τα νιάτα, τον χρόνο και τις δυνάμεις μου. Θα μπορούσα να είχα κάνει κάποια κίνηση προς τον γάμο, αλλά ο μεγάλος μου ενδοιασμός ήταν ότι δεν ήθελα να φέρω στον κόσμο ένα παιδί που θα μεγαλώσει κλεισμένο σ’ ένα διαμέρισμα κοιτάζοντας τον δρόμο…

Δεν θέλω ποτέ να δω το βλέμμα του παιδιού μου μελαγχολικό και χλωμό. Ωστόσο, δεν αποκλείω τον ερχομό ενός παιδιού. Νέος είμαι ακόμα. Δεν παραδίδω εύκολα τα όπλα». Ακολουθεί ο στρατός. Σκληρά χρόνια για τον ελεύθερο χαρακτήρα του, που δεν αγαπούσε τη στρατιωτική πειθαρχεία. Στη συνέχεια ξεκινά να εργάζεται επάνω στο αντικείμενο των σπουδών του, ανοίγοντας το δικό του γραφείο στην οδό Κλεομένους, απογοητεύεται από τη βιομηχανοποιημένη οικοδομή, παλεύει, επιμένει, πηγαίνει καλά, αργότερα καλύτερα, μέχρι που πριν από τρία χρόνια η κρίση παύει το τηλέφωνο του γραφείου του στο κέντρο της Αθήνας. Μεγάλο του στήριγμα, ο «αδελφός» του Βασίλης Λεβέντης…

Η αδελφική σχέση με τον Βασίλη Λεβέντη

Ο Δημήτρης Καβαδέλλας γνωρίζει τον πρόεδρο της Ένωσης Κεντρώων το 1990 σε μια δεξίωση μηχανικών και εμπνέεται από τις ιδέες, τις απόψεις και το πάθος του να επικοινωνεί με τον κόσμο: «Οφείλω πάρα πολλά πράγματα στον Βασίλη Λεβέντη. Μου έδωσε έμπνευση, γίναμε φίλοι και αδελφοί. Μαζί στήσαμε το Κανάλι 67. Εγώ υπήρξα όλο το τεχνικό τμήμα του καναλιού. Ήμουν ο ηλεκτρολόγος, ο φωτιστής, ο καμεραμάν, ο σκηνοθέτης, ο οπερατέρ, ο ηχολήπτης και αργά το βράδυ, όταν έφευγαν όλοι από το στούντιο, μάζευα τα αποτσίγαρα και τους καφέδες.

Αν με ενοχλούσαν οι χλευασμοί; Ο Βασίλης μετρά τόσες χιλιάδες ώρες εκπομπών που οι κακές αυτές στιγμές μοιάζουν σχεδόν ανύπαρκτες. Ο κόσμος τον σεβόταν τον πρόεδρο κι απ’ το κανάλι μας πέρασαν όλοι οι πολιτικοί απ’ όλα τα κόμματα. Συνεχίσαμε στο Extra, ύστερα αποχωρήσαμε από το κανάλι, αλλά δεν πάψαμε στιγμή να είμαστε καρδιακοί φίλοι». Ο Βασίλης Λεβέντης «ανταποδίδει» τα χρόνια αφοσίωσης του Δημήτρη Καβαδέλλα βάζοντάς τον στις τελευταίες εκλογές επικεφαλής στο ψηφοδέλτιο του νομού Αττικής.

Έχει αλλάξει άραγε σε κάτι τη ζωή του το βουλευτικό αξίωμα που ανέλαβε τόσο απρόσμενα, τόσο ξαφνικά; «Όταν έμαθα ότι εκλέγομαι, χάρηκα και ανακουφίστηκα μαζί. Την ίδια μέρα αντιλήφθηκα ωστόσο ότι αυτή η εκλογή ήταν πολύ μεγάλη ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους που με εξέλεξαν και απέναντι στον πρόεδρο, ο οποίος μου εμπιστεύθηκε αυτήν τη θέση. Πολλές φορές τον έχω στεναχωρήσει τον πρόεδρο, όπως τώρα με αυτή την ιστορία με το αυτοκίνητο ή κάποιες άλλες φορές που δεν στάθηκα τόσο άξιος ή τόσο ενήμερος. Ωστόσο, ποτέ δεν μου ’χει πει κάτι. Ποτέ δεν μου έκανε την παραμικρή παρατήρηση. Το παράπονο που έβλεπα στα μάτια του ήταν για μένα η βαρύτερη “τιμωρία”».

Συνεχίζει να μιλάει. Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς διαγράμματα, χωρίς πλάνα. Λέει ότι του αρέσει να χαζεύει τη θάλασσα από το διαμέρισμά του στο Παλαιό Φάληρο, να πηγαίνει με φίλους σε απόμερα ταβερνάκια, να ακούει καλή μουσική, να οργανώνει μικρές αποδράσεις στη Λευκάδα και μεγάλα ταξίδια στις θάλασσες με κάποιο ιστιοπλοϊκό. Υποστηρίζει ότι ο ελληνικός λαός θα σωθεί μόνο μέσα από τη «δημιουργία» μιας πολυκομματικής κυβέρνησης, ότι το οδυνηρό τέλος της Ελλάδας είναι αναστρέψιμο μόνο αν μπούνε στο πολιτικό παιχνίδι άνθρωποι εκτός πολιτικής, ότι όλα είναι δυνατά, αρκεί να το πιστέψουμε. Αναφέρεται ξανά και ξανά στη φιλία του με τον Βασίλη Λεβέντη, στην εκτίμηση για τη σύζυγό του Νατάσα Μεντεσίδου αλλά και στον θαυμασμό για τον γιο τους, Μάριο Γεωργιάδη.

Όσο για τον θόρυβο που κάνουν κάποιοι γύρω από τη βουλευτική ιδιότητα του «γιου του Λεβέντη» , εξηγεί ότι «από μικρό παιδί 15 ετών ερχόταν στην τηλεόραση και βοηθούσε όπως μπορούσε, διαβάζοντας παράλληλα και τα μαθήματά του. Ανατράφηκε  μέσα στους αγώνες της Ένωσης Κεντρώων και είναι φορέας της φιλοσοφίας του κόμματος. Είναι νέος, με πολιτική παιδεία, επιτυχημένος επαγγελματικά, αντιπροσωπεύει το σήμερα και το αύριο του κεντρώου χώρου». Επιστρέφουμε ξανά στην ιστορία της Porsche, στα όσα ειπώθηκαν, στα όσα διαδόθηκαν: «Αυτό το αυτοκίνητο δεν το έκλεψα. Το αγόρασα με δικά μου χρήματα και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν θα το πουλήσω. Θα το κρατήσω! Το αγάπησα διότι μου άνοιξε τον δρόμο της επικοινωνίας.

Αν τώρα μιλάμε και λέμε πέντε πράγματα, στην Porsche το οφείλουμε» λέει χαριτολογώντας και συνεχίζει: « Έχω παραστεί σε εξήντα επιτροπές, έχω μιλήσει σε άλλες τόσες και δεν βρέθηκε ούτε ένας δημοσιογράφος να με ρωτήσει “Ποιος είσαι; Ποιες είναι οι ιδέες σου; Ποιες είναι απόψεις σου; Τι έχεις κάνει; Τι προτίθεσαι να κάνεις γι’ αυτό τον τόπο;” Έπεσαν όλοι επάνω μου μόνο για ένα αυτοκίνητο αξίας 5.999 ευρώ…» Στο φινάλε της συνάντησής μας ο Δημήτρης Καδαβέλας κατεβάζει ταχύτητα, πατάει φρένο και με τους τρόπους ενός αληθινού τζέντλεμαν μου υπενθυμίζει ξανά ότι πάνω και πέρα απ’ όλα είναι ένας άντρας αθεράπευτα ρομαντικός: «Πιστεύω ότι η ζωή είναι πάντα όμορφη, ακόμη και μέσα από τις δυσκολίες. Θεωρώ ότι όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί, τηρώ τις κλασικές αξίες και παραδόσεις, μου αρέσει να ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου σε μια κυρία που με συντροφεύει, να της φτιάχνω την καρέκλα στο εστιατόριο, να της προσφέρω ένα λουλουδάκι κι όταν ξυπνάμε μαζί το πρωί να της σερβίρω το πρωινό στο κρεβάτι με μια γλυκιά καλημέρα…»

ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ DOWNTOWN