Καλοκαίρι του ’93 ήμουν ακόμα 7 χρονών κι έλεγα στον παππού πότε θα «χαλάσει» το κοτέτσι και τον μπαξέ, για να μας φτιάξει μια μικρή πισίνα να κάνουμε βουτιές με τη Μαρία (όπου Μαρία, βάλε το ξαδερφάκι μου) . Κι εκείνος γέλαγε με την ανοησία μας, αφενός γιατί δεν μπορούσε να την προσφέρει την πισίνα, κι αφετέρου γιατί ήξερε ότι μεγαλώνοντας αυτό που τελικά θα μας έλειπε, θα ήταν η φρέσκια ντομάτα από τον κήπο και το ζεστό αβγουλάκι της κλώσας.
Τα παιδικά μου καλοκαίρια έχουν γεύση από κορμό (ή μωσαϊκό όπως το έλεγε η γιαγιά), μυρωδιά από νυχτολούλουδο, ίσκιο από κλιματαριά, ουρανό από ηλιοβασίλεμα και ελευθερία από ποδήλατο.
Τα παιδικά μου καλοκαίρια έχουν απλά μαθηματικά (γιατί μετρούσαμε μόνο τα παγωτά και τα μπάνια), εποχικούς φίλους, και βόλτες στην πλατεία με το σιντριβάνι.
Τα παιδικά μου καλοκαίρια έχουν ψείρες (γιατί μια να πέταγε, σε μένα καθόταν) και κατ΄ επέκταση καρέ μαλλί, έχουν μελανιές στα πόδια από τις τούμπες στο δρόμο από το κυνηγητό, έχουν έρωτα με τον γιο του Νερουλά, τον μεγάλο με τα πράσινα μάτια, που ήταν και παπαδοπαίδι.
Τα παιδικά μου καλοκαίρια έχουν ιστορίες βραδινές για ξωθιές (δεν ξέρεις τι είναι γιατί δεν είχες τον παππού μου να στις περιγράφει) αλλά και για τον Εμφύλιο, έχουν παραμύθια αυτοσχέδια με ολίγον σκετς από τη γιαγιά, έχουν κολιό στο φούρνο με κόκκινη σάλτσα, έχουν τηγανοκουλούρα για πρωινό.
Τα παιδικά μου καλοκαίρια έχουν αγάπη. Από δυο παππούδες σπουδαίους, που αν δεν ήσουν αρκετά τυχερή να ‘χεις παρόμοιους, ίσως και να μην καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τα παιδικά μου καλοκαίρια έχουν πολλή ανεμελιά. Γιατί τότε η ζωή ήταν παιχνίδι. Με προστάτες τον Ανεστάκο και την Κουλίτσα. Τα δυο εξέχοντα γερόντια της καρδιάς μου. Και της καρδιάς της Μαρίας.
Δες εδώ γιατί έχεις πάντα ένα καλό λόγο να πηγαίνεις στο χωριό σου (όταν δεν υπάρχει φράγκο στην τσέπη) και να γουστάρεις κιόλας.