Πιάνοντας προχθές στα χέρια μου τον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ (για τρίτη φορά), έπεσα πάνω σε κάτι ορνιθοσκαλίσματά μου, στην πρώτη λευκή σελίδα του βιβλίου. Δεν ήταν βέβαια και τόσο λευκή. Είχε ένα λεκέ από καφέ. Ελληνικό καφέ. Θυμάμαι ακόμα το καϊμάκι του και την αίσθηση που είχα την ώρα που ήπια την πρώτη γουλιά.
Καθόμασταν με τον κυρ- Γιάννη στο Χριστό των Ραχών, τρώγοντας μπισκοτόγλυκο. Ήταν πολύ μεγάλος, δεν ρώτησα πόσο από διακριτικότητα, αλλά εξέφρασα κι εγώ την κλασική απορία: Τι κάνετε εσείς οι Ικαριώτες και ζείτε τόσα χρόνια;
Η απάντηση ήταν έμμεση: «Δεν ξέρω να σου απαντήσω σε αυτό. Ξέρω τι θα σε συμβούλευα να κάνεις εσύ στη ζωή σου. Είσαι ακόμα τόσο νέα».
Εδώ είναι ό,τι σημείωσα:
Να αγαπάς με την καρδιά σου
Να πηγαίνεις αργά για να πηγαίνεις «περισσότερο»
Να λιάζεσαι
Να χορεύεις με την ψυχή σου
Έτσι και να τραγουδάς
Να ξέρεις να συγχωρείς
Να είσαι φιλόξενη
Να έχεις φίλους
Να παίζεις κανα ταβλάκι (αυτό μάλλον το πρότεινε αντί για sudoku)
Να τρως πράγματα της γης
Να μην αγχώνεσαι. Ό,τι είναι να ΄ρθει θε να ‘ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει
Να πηγαίνεις καμιά φορά στο γιατρό να σε ελέγχει
Να κόψεις αυτό το ρημάδι που κρατάς στα χέρια σου (εκείνος ωστόσο κάπνιζε Καρέλια)
Να περπατάς
Να χαμογελάς. Ακόμα και σ’ αυτούς που σε κοιτούν στραβά, εσύ πάλι να χαμογελάς
Θα την κόψω την σελίδα και θα την κολλήσω στον καθρέφτη του μπάνιου μου. Δε θα ταιριάζει με το χώρο, θα ταιριάζει όμως με εκείνη την αίσθηση του καφέ και της ηρεμίας, κάτω από τον πλάτανο, πέντε χρόνια πίσω.