Παναγιώτα (με θαυμαστικό): Ένα σουρεάλ σκηνικό στην Αράχωβα

Ή πως μπορείς να περάσεις τέλεια 2,5 ώρες μακριά από την Αθήνα.
Παναγιώτα (με θαυμαστικό): Ένα σουρεάλ σκηνικό στην Αράχωβα



«Θα φάμε στην γραφική Παναγιώτα που πάνε οι ντόπιοι και έχει καλό φαί αλλά δεν έχει θέα» μας ανακοίνωσε η ξαδέρφη από την Άμφισσα όταν πατήσαμε το πόδι μας στην Αράχωβα σε μια εξόρμηση που αποφασίστηκε τελευταία στιγμή από κοινού με την κολλητή μου. Και όπως καταλαβαίνεις, όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται στο παρά πέντε η επιτυχία είναι σίγουρη. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί συμβαίνει αυτό, αλλά μάλλον ανήκει στην κατηγορία των περιπτώσεων που περνάς τέλεια μια Πέμπτη μετά τη δουλειά και όχι στην έξοδο του Σαββάτου που την περίμενες πώς και πώς, ούτε σε εκείνο το «ανοιχτό» πάρτι που θα ερχόταν όλος ο καλός ο κόσμος. Ή που γνωρίζεις τον γαμπρό όταν το μαλλί είναι άλουστο και δυο μέρες πριν το προγραμματισμένο ραντεβού για την αποτρίχωση. Κάτι περίεργο συμβαίνει στο σύμπαν το οποίο δεν έχει επιστημονική εξήγηση.

Η Παναγιώτα, λοιπόν, ήταν και ο λόγος που πέρασα καλά στην Αράχωβα το Σάββατο που πέρασε. Και όχι επειδή φάγαμε καλά. Αλλά επειδή έζησα ένα αρκετά σουρεάλ σκηνικό που έχει καταγραφεί στα πρακτικά των ωραίων στιγμών της χρονιάς.

Τα πράγματα όμως στην αρχή δεν ήταν και τόσο ευοίωνα. Η πείνα μας είχε κάνει νευρικές και αντιπαθητικές και τα σκαλοπάτια από την κεντρική πλατεία της Αράχωβας μέχρι τον Αη-Γιώργη που βρισκόταν η Παναγιώτα έμοιαζαν άθλος και γι΄ αυτό χρειάστηκε να κάνουμε μικρές στάσεις κρατώντας μία την καρδιά μας και μία το στομάχι μας και υπενθυμίζοντας η μία στην άλλη ότι πρέπει να ανανεώσουμε τη συνδρομή στο γυμναστήριο.

Τελικά, η Παναγιώτα άρχισε να αχνοφαίνεται σαν μια μικρή όαση. Παναγιώτα με θαυμαστικό. «Μα ποιος βάζει θαυμαστικό στο όνομα του μαγαζιού του;» αναρωτήθηκα και μου είπαν να σταματήσω τα περιττά σχόλια.

Η ώρα ήταν 3:00, το μαγαζί ήταν φίσκα και όλοι φαίνονταν χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Η Παναγιώτα ήταν μια κλασική επαρχιώτικη ταβέρνα, η μυρωδιά της θύμιζε την κουζίνα της γιαγιάς μου και στο χώρο υπήρχε μία ωραία ενέργεια που μας έκανε να ξεχάσουμε για λίγο την πείνα μας. Όμως, ήμασταν αποφασισμένες να περιμένουμε και γι' αυτό κάτσαμε για μισή ώρα σε ένα μικρό τραπεζάκι που ήταν βοηθητικό για να τοποθετούν τους δίσκους και αν το μετακινούσες λίγο σχεδόν θα έμπαινε στην τουαλέτα. Οι σερβιτόροι βέβαια μας τρόλαραν, μας έλεγαν ότι διαλέξαμε την καλύτερη θέση γιατί από εδώ περνάνε λέει όλοι: «Είναι πασαρέλα».

Τελικά, μεταφερθήκαμε σε ένα μεγαλύτερο τραπέζι και παραγγείλαμε χοιρινό με πουρέ, γιουβέτσι και σαλάτα Παναγιώτα. Ήταν όλα υπέροχα. Αλλά δεν θα σταθώ στο φαγητό το οποίο ούτως ή άλλως είναι γνωστό πως είναι εξαιρετικό.

Γύρω στις 4:00-5:00 η ώρα διακρίναμε μια αναστάτωση. Οι σερβιτόροι ρωτούσαν κάποιους αν είναι έτοιμοι γι' αυτό που θα ακολουθήσει, άρχισαν να σερβίρουν ρακόμελα, ο φωτισμός έγινε λίγο πιο χαμηλός,  η ένταση της μουσικής ανέβηκε ένα κλικ και όλα έδειχναν ότι στην Παναγιώτα είχαν σκοπό να στήσουν γλέντι.

Μετά από μισή ώρα σχεδόν, όλοι οι θαμώνες του μαγαζιού είχαν σηκωθεί και χόρευαν ένα ακατανόητο ρεπερτόριο -τύπου ποτ πουρί που έλεγαν παλιά- και όλοι μαζί νιώθαμε λες και μας είχαν κλεισμένους για χρόνια σε σπηλιά και ξαφνικά μας απελευθέρωσαν. Αλλά μας απελευθέρωσαν μόνο με την προϋπόθεση ότι θα βγαίναμε χορεύοντας χέρι-χέρι Πάριο ή κάτι από παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Το highlight βέβαια ήταν τα ρετρό φωτορυθμικά που έδιναν μία επιπλέον cult πινελιά στο σκηνικό. Black light δεν είχε και πάλι καλά γιατί θα φωσφόριζαν οι άσπρες κάλτσες που φόρεσα βιαστικά μιας και όπως προανέφερα η απόφαση πάρθηκε τελευταία στιγμή.

Μισή ώρα πριν, λοιπόν, τρώγαμε το χοιρινό μας ήσυχες-ήσυχες και μισή ώρα μετά, η οικογενειακή ταβέρνα είχε μετατραπεί στο μεγαλύτερο πανηγύρι της Αράχωβας.

Παρεμπιπτόντως, το γεγονός ότι στο πανηγύρι συμμετείχε και η Δήμητρα Παπαδοπούλου, η γυναίκα που θα έχει για πάντα τον απέραντο θαυμασμό και σεβασμό μου για το άφθονο γέλιο που προσέφερε σε αυτή τη χώρα, με έκανε να χαρώ ακόμα πιο πολύ για το σκηνικό που ζούσα.

Το γλέντι τελείωσε στις 7:00 το απόγευμα και εμείς υπό την επήρεια του κρασιού δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε ότι ένα μεσημεριανό θα είχε τέτοια ανατροπή. «Έτσι εξηγείται και το θαυμαστικό» διαπίστωσα λες και είχα ανακαλύψει ένα κρατικό μυστικό.

Οι εκπλήξεις όμως στην Αράχωβα δεν τελείωσαν με το που αφήσαμε πίσω μας την περίφημη Παναγιώτα. Το απόγευμά μας το περάσαμε στην κεντρική πλατεία Λάκκα όπου είχε στηθεί ένα μεγάλο cooking event με επίσημο προσκεκλημένο τον Ηλία Μαμαλάκη. Ο Δήμος, οι τοπικοί σύλλογοι, το ΙΕΚ ΕΠΑΣ Γαλαξιδίου και η Λέσχη Αρχιμαγείρων Ελλάδας γιόρταζαν την έναρξη της τουριστικής περιόδου μαγειρεύοντας, πίνοντας και ρίχνοντας… τεχνητό χιόνι ενώ η φιλαρμονική έπαιζε στους δρόμους της Αράχωβας.  

Άσε που μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό διακρίναμε και τον Δημήτρη Ουγγαρέζο (που ήταν παρέα με τον Χρήστο Νέζο) να φωτογραφίζεται με τους νεαρούς σεφ του ΙΕΚ. Ιδού και η απόδειξη:

Και ιδού οι υπερταλαντούχοι μάγειρες και σεφ:


Ζαλισμένη από τη μυρωδιά του τραχανά και λαμβάνοντας παραπάνω πληροφορίες απ’ ότι είχα υπολογίσει σκέφτηκα: «Αυτή η πόλη έχει ωραία γεύση». Αν ήμουν τελείως νηφάλια θα σκεφτόμουν ότι οι άνθρωποι κάτι ξέρουν από place-branding, έχουν δηλαδή γνώση για το πώς να αφήνουν το αποτύπωμα της ταυτότητάς τους.

Αλλά δεν είχα συνέλθει ακόμα από την όμορφη παράνοια της Παναγιώτας, ούτε την πολυκοσμία της πλατείας Λάκκα. Και ευτυχώς, αυτό άργησε πολύ να συμβεί.

Κείμενο: Νάνσυ Φαφούτη