Αλέξανδρος Πιτσάνης: Η ζωή από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης στο X-Factor και η αποχώρηση

Αυτή είναι η ιστορία του μέσα από τη συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό DownTown!
Αλέξανδρος Πιτσάνης: Η ζωή από τους δρόμους της Θεσσαλονίκης στο X-Factor και η αποχώρηση



Για έξι ολόκληρους μήνες έζησε άστεγος στη Θεσσαλονίκη, στα παγκάκια της πλατείας Αριστοτέλους, συντροφιά με την κιθάρα του. Το όνειρό του να γίνει τραγουδιστής τον οδήγησε στις auditions του X-Factor για τον ΣΚΑΪ.  Kαι τα κατάφερε. Η Πέγκυ Ζήνα τον πήρε στην ομάδα της και σε κάθε live έδινε τον καλύτερό του εαυτό. Όχι, όμως και στο χθεσινό (7ο live). Γι΄αυτό και βγήκε προτεινόμενος. "Μονομάχησε" με την Τάνια Μπρεάζου, από την ομάδα της Τάμτας και πήρε αρνητικές ψήφους από τους υπόλοιπους κριτές με αποτέλεσμα να αποχωρήσει. 

Αυτή είναι η ιστορία της ζωής του.

Ο Αλέξανδρος Πιτσάνης γεννήθηκε Παρασκευή και 13 πριν από 29 χρόνια. Και η τύχη από την αρχή δεν ήταν μαζί του. Μέχρι που θέλησε να την προκαλέσει. Εγκατέλειψε μέσα σε ένα βράδυ τα πάντα: οικογένεια, φίλους, έρωτες, μια ζωή με ανέσεις, αφού προτίμησε να γίνει μουσικός του δρόμου.

«Γεννήθηκα και έζησα στην Καστοριά. Από μικρό παιδί είχα τρέλα με τις μπουλντόζες, ήθελα να γίνω “φαγάνας”. Στο σπίτι ζούσα με τους γονείς μου, τη δίδυμη αδερφή μου και τον κατά έναν χρόνο μεγαλύτερο αδερφό μου. Ο πατέρας μου, που εργαζόταν ως ταπετσέρης, τον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε μπουζούκι σε διάφορα μαγαζιά της πόλης. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν φτωχικά και δύσκολα, αλλά ως παιδί δεν μου έλειψε τίποτα. Ο πατέρας μου μας εγκατέλειψε όταν ήμουν 12 ετών. Για να μεγαλώσει τα τρία παιδιά, η μητέρα μου δούλευε καθαρίστρια και μαγείρισσα. Μια ζωή στη βιοπάλη, έγινε εκείνη ο ήρωας της οικογένειας. Την έβλεπα να ταλαιπωρείται και έλεγα στον εαυτό μου “πρέπει να βρεις μια δουλειά”. Στα 14 μου, δούλευα ήδη σε γουναράδικο στην Καστοριά. Ο πρώτος μου μισθός ήταν 3.000 δραχμές. Όλα τα χρήματα της τα είχα δώσει. Ύστερα μπήκα στην οικοδομή: καλούπωμα, τούβλα, σίδερα και στο τέλος ηλεκτρολόγος. Τα πρωινά δούλευα και τα βράδια πήγαινα νυχτερινό σχολείο. Ήθελα ακόμη μία τάξη για να τελειώσω το λύκειο, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν βγαίναμε οικονομικά, έπρεπε λοιπόν να αφήσω το σχολείο για να πιάσω δεύτερη δουλειά σε ένα τοστάδικο. Μου στοίχισε όλο αυτό πολύ, είχα μόνο μία τάξη για το απολυτήριο", λέει ο Αλέξανδρος.

Και συνεχίζει την ιστορία του: "Με τους φίλους από την Καστοριά είχαμε δημιουργήσει ένα hard rock συγκρότημα, το Τέλμα. Στα 22 μας, φύγαμε όλοι μαζί για Θεσσαλονίκη να ψάξουμε μαγαζιά για live εμφανίσεις. Λίγο καιρό αργότερα, διαλυθήκαμε. Στη Θεσσαλονίκη έκανα πολλές δουλειές για να επιβιώσω: λαντζέρης, σερβιτόρος, διανομέας φυλλαδίων. Σχετικά γρήγορα άρχισα να βγάζω χρήματα και να ζω άνετα. Είχα εγκαταλείψει, όμως, το όνειρό μου να γίνω μουσικός. Ένα βράδυ πήρα τη μεγάλη απόφαση. Είπα στον εαυτό μου “θα ασχοληθώ με τη μουσική με κάθε τίμημα, ακόμη κι αν χρειαστεί να μείνω στον δρόμο”. Παραιτήθηκα από σερβιτόρος, ξενοίκιασα το σπίτι αφού δεν είχα καθόλου λεφτά και πράγματι έμεινα στον δρόμο. Πήρα την κιθάρα μου παραμάσχαλα, έπιασα μια γωνιά στην πλατεία Αριστοτέλους και έγινα μουσικός του δρόμου. Είχα κάνει την αρχή για το όνειρό μου".

"Στην αρχή τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Μπορεί όλη την ημέρα να έβγαζα μόλις πέντε ευρώ. Έπρεπε να αλλάζω πολλά πόστα για να κερδίσω κάποια χρήματα: Αριστοτέλους, Αγίας Σοφίας, Ναυαρίνου, Ροτόντα. Υπήρχαν μέρες που έτρωγα μόνο ένα κομμάτι ψωμί. Για πρώτη φορά, όμως, εισέπραττα την αποδοχή ως μουσικός. Οι περαστικοί γυρνούσαν το βλέμμα τους σε μένα, άκουγαν τα τραγούδια μου, συχνά μου έλεγαν “αγόρι μου, μην παίζεις άλλο στους δρόμους”, μου έδειχναν αγάπη. Σιγά-σιγά γνωρίστηκα με άλλους άστεγους, μου έδειξαν κάποιες καβάντζες για να κοιμάμαι τα βράδια και ποιοι μαγαζάτορες θα μου προσφέρουν ένα πιάτο φαΐ. Πολλά βράδια ανάβαμε όλοι μαζί φωτιά για να ζεσταθούμε. Με τον καιρό σταμάτησα να είμαι καχύποπτος με τους ξένους ανθρώπους. Στον δρόμο πήρα αγάπη και έμαθα να τη δίνω πίσω.  Στον δρόμο εκτίμησα ό,τι απλό υπάρχει. Το χαμόγελο, ένα πιάτο φαγητό, λίγο νερό και την καλή παρέα. Δεν ντράπηκα που δεν είχα σπίτι, ούτε είδα άλλους ανθρώπους να με κοιτούν υποτιμητικά. Όταν με ρωτούσαν “τι δουλειά κάνεις;” έλεγα περήφανα “μουσικός του δρόμου”. Ήμουν χαρούμενος που πραγματοποιούσα επιτέλους το όνειρό μου", περιγράφει και νιώθουμε να τον αγαπάμε ακόμα περισσότερο. 

"Θυμάμαι ένα βράδυ έκλαψα πολύ. Είχα μόλις γνωρίσει μια κοπέλα, έβλεπα ότι ενδιαφέρεται και αποφάσισα να είμαι ειλικρινής μαζί της. Όταν της είπα ότι έμενα στον δρόμο, με απέρριψε. Μου είπε χαρακτηριστικά ότι δεν ήμουν σε θέση να της προσφέρω αυτά που ήθελε. Εκτίμησα τουλάχιστον ότι ήταν ειλικρινής μαζί μου. Τότε σκέφτηκα για ακόμη μια φορά να αφήσω τον δρόμο, να βρω ξανά μια κανονική δουλειά και να ζήσω κάπου σαν άνθρωπος. Συνέχιζε, όμως, να με καίει η μουσική. Θα πλήρωνα οποιοδήποτε τίμημα για να μπορούσα να συνεχίσω να κάνω το όνειρό μου. Τελικά, τελείωσα οριστικά με τον δρόμο πριν από ενάμιση χρόνο. Νοίκιασα ξανά ένα διαμέρισμα μαζί με έναν φίλο μου. Είχα ξανά ζέστη και κρεβάτι. Τα συναισθήματα ήταν πολύ περίεργα. Στην αρχή προτιμούσα να κοιμάμαι στον καναπέ ή το πάτωμα. Το κρεβάτι μού φαινόταν πολύ άβολο και η νέα μου καθημερινότητα ασυνήθιστη", λέει και φτάνει στο σήμερα (στο λίγο πριν από το X Factor δηλαδή):

 

"Σήμερα συνεχίζω να τραγουδάω στους δρόμους της Θεσσαλονίκης και νοικιάζω ένα σπίτι μαζί με τη μητέρα μου. Βιοπορίζομαι από τη μουσική μου και όλοι στον δρόμο με ξέρουν ως “τραγιάσκα”. Φοράω πάντα τραγιάσκα, ως φόρο τιμής στον παππού μου. Κοσμά τον έλεγαν και του είχα τεράστια αδυναμία. Άνθρωπος μάλαμα, ρεμπέτης, δεν πρόλαβα να τον ζήσω πολύ. Έχω όμως κάτι στο κεφάλι μου να τον θυμίζει. Η μεγαλύτερη περιουσία μου είναι τα τραγούδια μου. Έχω γράψει γύρω στα 100 δικά μου κομμάτια –ελληνικά και ξένα–, όλα βιωματικά. Θέλω μέσα από αυτά τα τραγούδια να ακούσει ο κόσμος την ιστορία μου. Να τραγουδάμε μαζί στο μέλλον αυτή την ιστορία".