"Ξεκίνησα να φωτογραφίζω ανθρώπους στους δρόμους, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Χρησιμοποιούσα μια φθηνή μηχανή. Για να είμαι ειλικρινής ποτέ δεν ήμουν καλός φωτογράφος. Είμαι αρκετά ντροπαλός, δεν είμαι τόσο επιθετικός όσο χρειάζεται για να είναι κάποιος καλός σε αυτή τη δουλειά. Για την ακρίβεια δεν είμαι καθόλου επιθετικός. Εγώ αυτό που πάντα αγαπούσα τις όμορφα ντυμένες γυναίκες. Αυτό αγαπώ ακόμα".
Ο Bill Cunningham γεννήθηκε έναν Μάρτη του '29, στη Βοστώνη. Στα 19 του μετακόμισε στη Νέα Υόρκη για να εργαστεί στη διαφημιστική του θείου του και τελικά κατέληξε να νοικιάσει ένα μικρό μαγαζί μεταξύ Madison και Park για να φτιάχνει καπέλα. "Μικρός, θυμάμαι να πηγαίνω στην εκκλησία με την οικογένειά μου, όχι για να παρακολούθήσω τη λειτουργία, αλλά για να ρίχνω κλεφτές ματιές στα φορέματα και τα καπέλα των γυναικών". Το μαγαζί του αρχίζει να αποκτά καλή πελατεία, ωστόσο καλείται να υπηρετήσει στον στρατό. Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη θα ασχοληθεί με το γράψιμο. Ξεκινάει αρθρογραφώντας στο Women's Wear Daily και έπειτα στη Chicago Tribune, ενώ το καπελάδικό του κλείνει οριστικά το 1962. Παράλληλα με το γράψιμο, βγάζει και τις πρώτες candid φωτογραφίες καλοντυμένων γυναικών στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Δεν φωτογράφιζε σαν paparazzo γιατί είχε αισθητική. Γιατί είχε ανθρωποκεντρική ματιά. Οι φωτογραφίες του μπορεί να αφορούσαν το στιλ, αλλά δεν ήταν "μόδας". Από τις φωτογραφίες του μπορούσες να δεις συνταρακτικά ρούχα, λεπτομέρειες και γωνίες που μόνο ένα μάτι που αγαπάει αυτό το πράγμα, θα μπορούσε να δει. "Κάποτε φωτογράφισα την Greta Garbo, αλλά αυτό που πραγματικά είχα δει, ήταν το τέλειο κόψιμο στον ώμο του παλτού της. Στην εμφάνιση του φιλμ κατάλαβα ότι είχα φωτογραφίσει την Garbo". Παρόλα αυτά οι φωτογραφίες του δεν ήταν άψυχες. Αντίθετα (παρότι το διάβασες σε κάθε κείμενο που μιλάει για τον θάνατό του) αποκάλυπταν την πολιτιστική ανθρωπολογία των δρόμων της Νέας Υόρκης. Το δανείζομαι, γιατί το έγραψαν βλέπεις οι New York Times, για τους οποίους εργαζόταν τα τελευταία 40 χρόνια, και κάτι ξέρουν καλύτερα από εμάς.
Ο Bill κυκλοφορεί στους δρόμους της Νέας Υόρκης με ποδήλατο, φορώντας σχεδόν από πάντα το ίδιο, μπλε, χαρακτηριστικό πανοφώρι (στολή Γάλλου εργάτη), τα ίδια μαύρα αθλητικά και έχοντας κρεμασμένη στο λαιμό του την κάμερα με τον 35 χιλιοστών φακό. Δεν έχει τηλεόραση, δεν πηγαίνει σινεμά, τρώει πρωινό κάθε μέρα στο Stage Star Deli στην Δυτική 55η Οδό για τρία δολάρια, κρατά όλα τα αρνητικά του και μένει σε ένα διαμέρισμα με κοινόχρηστο μπάνιο, χωρίς κουζίνα και ντουλάπα. Οι σχεδιαστές τον εκτιμούν, οι άνθρωποι της μόδας το ίδιο και όσοι τυχαίνει να καταλάβουν μια θέση στο φιλμ του, αισθάνονται τιμή και δόξα.
Η Anna Wintour λέει "όλοι για τον Bill ντυνόμαστε" ενώ ο Oscar de la Renta παραδέχεται πώς "ο Bill γνωρίζει οπτικά την ιστορία της Νέας Υόρκης των τελευταίων 40-50 ετών, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σε αυτή την πόλη". Λογικό, γιατί ο Bill Cunningham, αυτός ο (στα δικά μας μάτια) αιωνόβιος, συμπαθητικός γεράκος έκανε καριέρα φωτογραφίζοντας καθημερινούς ανθρώπους, κοσμικούς και ανθρώπους της μόδας. Όλους με τον ίδιο τρόπο, όλους δίκαια. Χωρίς φιοριτούρες και επιπλέον φτιασιδώματα.
Ο Bill δεν έγινε ποτέ πλούσιος, αλλά κατάφερε με την μπλε "στολή" του να γίνει ένα από τα σπουδαιότερα σύμβολα στο χώρο της μόδας. Ένα "ζωντανό μνημείο" της Νέας Υόρκης, όπως πολλές φορές γράφτηκε για αυτόν. Και πέθανε τελικά στα 87 του, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν απέκτησε ποτέ παιδιά και ήταν υποστηρικτής της gay κοινότητας, χωρίς να πει ποτέ ότι ανήκει σε αυτήν.
Αυτό το κείμενο δεν θα μπορούσε να τελειώσει με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μόνο με την χιλιοειπωμένη μεν, σπουδαία ατάκα του δε, "Τα χρήματα είναι το φθηνότερο πράγμα. Η ελευθερία πάλι, είναι το πιο ακριβό". Αυτά, από κάποιον που είδε τη μόδα, όπως κανένας άλλος δεν θα ξαναδεί.
Δες εδώ τις 20 καλύτερες φωτογραφίες του Ομπάμα (μέσα από τα μάτια των φωτογράφων του).