«Όταν γίνω καλά, σταθώ ξανά στα πόδια μου και μπορέσω να σηκωθώ από αυτό το κρεβάτι, θα πάω στην εκκλησία να ανάψω ένα κερί και να πω από τα βάθη της καρδιάς μου “Θεέ μου, σε ευχαριστώ που ζω”». Ο Ηλίας Βρεττός συγκινεί μιλώντας για το σοβαρό τροχαίο που παρ’ ολίγον να τον οδηγήσει στον θάνατο.
ΑΠΟ ΤΗ ΦΑΝΗ ΠΛΑΤΣΑΤΟΥΡΑ
Το κουδούνι γράφει «Καραβασίλης». Αυτό είναι και το πραγματικό του επίθετο. Στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην Καλλιθέα, απόγευμα Κυριακής, βρίσκονται συγγενείς και φίλοι του Ηλία. Η μητέρα του φτιάχνει καφέ και κερνά γλυκά. Ο πατέρας του λέει ανέκδοτα και παίζει με τη σκυλίτσα του σπιτιού, τη Μίνι. Νομίζεις ότι έχουν χαρά. Έχουν, όμως, κάτι παραπάνω. Ανακούφιση και ευτυχία γιατί το παιδί τους βγήκε ζωντανό από ένα αμάξι που έγινε σμπαράλια. Το τροχαίο στις 19 Φλεβάρη, Καθαρά Δευτέρα στην παραλιακή, καθόρισε μια για πάντα τη ζωή του τραγουδιστή. «Τη νέα μου ζωή, γιατί μετά από αυτό, ξαναγεννήθηκα» λέει και ξεκινάμε έτσι την κουβέντα στην πρώτη του μεγάλη συνέντευξη και φωτογράφηση μετά τη σοβαρή περιπέτεια υγείας του. Τα χέρια του είναι μέσα στα σημάδια από τα χειρουργεία, τους ορούς και την ταλαιπωρία. Τα πόδια του χειρουργημένα και σκεπασμένα στο σεντόνι. O ίδιος δεν παραπονιέται. Ζητά μόνο να του ανεβάσουν το μαξιλάρι του κρεβατιού λίγο πιο πάνω και ρωτά αν είναι ιδρωμένος στο πρόσωπο. Το κινητό του δεν σταμάτησε να χτυπά ούτε για μια στιγμή και οι δικοί του άνθρωποι να σκαρφίζονται αστεία για να τον κάνουν να γελάσει. Κανείς μέσα σ’ αυτό το σπίτι δεν παίρνει τα μάτια του από τον Ηλία. Το δικό του βλέμμα; Με κάθε ευκαιρία, έξω από το παράθυρο. Στον καλό καιρό και τα χρώματα της άνοιξης, στα παιδιά που παίζουν ανέμελα κρυφτό στην άκρη του δρόμου. Με το αριστερό του χέρι, την ίδια στιγμή, ψάχνει το φυλαχτό στον λαιμό. Το φέρνει στα χείλη και το φιλά. Δεν νιώθει απλώς ευλογημένος και πιο δυνατός από αυτή την περιπέτεια. Νιώθει νικητής. Και ας μην μπορεί ακόμη να περπατήσει, να αγκαλιάσει, να χαρεί αυτόν τον ήλιο εκεί έξω.
Λένε ότι ποτέ δεν βγαίνεις ο ίδιος άνθρωπος από μια περιπέτεια υγείας όπως αυτή που πέρασες. Είναι νωρίς ακόμη, αλλά το νιώθεις αυτό;
Όλο αυτό που συνέβη ήταν κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα τεράστιο ταρακούνημα για μένα. Όσο δυνατά και σφοδρά τράκαρε το αμάξι εκείνη τη μέρα πάνω στο δέντρο τόσο δυνατά και σφοδρά νιώθω ότι ταρακουνήθηκαν η ψυχή μου, το μυαλό μου, η προσωπικότητά μου, ο τρόπος που σκέφτομαι. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα που παγιδεύτηκα μέσα σ’ αυτό το αμάξι, αισθάνθηκα ότι είμαι ένας άλλος. Γιατί; Γιατί ήμουν ένας άνθρωπος με μηδενική ανοχή στον πόνο. Με τσιμπούσες και δυσανασχετούσα. Αρρώσταινα με απλή γρίπη και έλεγα «γιατί να συμβεί τώρα αυτό σε μένα;». Με το που εγκλωβίστηκα μέσα σ’ αυτό το αμάξι, παρότι είχα πάθει ό,τι χειρότερο έχει συμβεί ποτέ στη ζωή μου, μου βγήκε το ένστικτο της επιβίωσης. Είπα μέσα μου «Ηλία, δεν θα πεθάνεις εδώ μέσα». Ούτε φανταζόμουν πόση δύναμη έκρυβα μέσα μου. Αυτό το τροχαίο ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου έδωσε κάποιος στη ζωή μου. Ουσιαστικά μου χάρισαν μια δεύτερη ζωή.
Βλέποντας τις φωτογραφίες από το τροχαίο, η αλήθεια είναι ότι δεν βγαίνεις εύκολα ζωντανός από ένα τέτοιο τρακάρισμα.
Όλο αυτό έπρεπε να γίνει, πιστεύω ότι μου το έστειλε ο Θεός για να με δοκιμάσει και να με κάνει καλύτερο άνθρωπο. Για να δω τη ζωή διαφορετικά και να δώσω διαφορετικό βάρος στα πράγματα, τις καταστάσεις, τους ανθρώπους, την καθημερινότητά μου. Παρότι εκείνη τη μέρα οι πιθανότητες ήταν κατά πολύ εναντίον μου, ο Θεός με άφησε να ζήσω. Θέλω να εκμεταλλευτώ αυτή την ευκαιρία και να γίνω καλύτερος στην ψυχή μου.
Να το πιάσουμε λίγο από την αρχή; Πώς βρέθηκες μέσα σ’ αυτό το αμάξι;
Ήταν τόσο παράδοξες όλες οι συνθήκες που συντέλεσαν στο να βρεθώ εκεί μέσα. Μερικές φορές κατηγορούμε τον εαυτό μας και λέμε «γιατί οδήγησα, αφού δεν μπορούσα, αφού είχα πιει, αφού νύσταζα, αφού είχε κακό καιρό». Εγώ δεν μπορώ να κατηγορήσω για κάτι τον εαυτό μου. Το προηγούμενο βράδυ ήμουν στο Ρέθυμνο με τροφική δηλητηρίαση. Έκανα το πιο δύσκολο live της ζωής μου. Είχα διπλωθεί από τους πόνους στο στομάχι, έκανα όλη την ώρα εμετό, κατάφερα να τραγουδήσω για δύο ώρες και στις έξι και τέταρτο το πρωί θα έφευγα από το Ρέθυμνο οδικώς για Ηράκλειο και από εκεί με αεροπλάνο για την Αθήνα. Τη μηχανή μου την είχα αφήσει στο αεροδρόμιο του «Ελ. Βενιζέλος». Όταν προσγειώθηκε το αεροπλάνο ένιωθα ζωντανός-νεκρός. Έτρεμα ολόκληρος, σχεδόν δεν μπορούσα να περπατήσω λόγω της δηλητηρίασης. Ζήτησα έτσι από τη φίλη μου να με μεταφέρει με το αμάξι της στο σπίτι. Το συγκεκριμένο το είχε αγοράσει λίγες μέρες πριν. Στον δρόμο με ρώτησε αν ήθελα να με πάει στο νοσοκομείο. Το μόνο που ήθελα ήταν να κλείσω τα μάτια μου και να κοιμηθώ έστω για τρεις ώρες. Προχωρούσαμε σε μια ευθεία τριών χιλιομέτρων, με τέλειες καιρικές συνθήκες, φορώντας ζώνη και μην έχοντας άλλα αμάξια δίπλα μας. Ήταν όλα κόντρα στο να μας συμβεί κάτι κακό κι εγώ είχα κάνει ήδη ό,τι μπορούσα για να με προστατέψω. Τι θέλω να πω με όλα αυτά; Αυτό το τροχαίο έγινε για να γίνει. Μου το έκανε τόσο ξεκάθαρο ο καλός Θεούλης. Αρκεί να σκεφτείς ότι ποτέ ξανά δεν είχε συμβεί να μη φύγω με το όχημά μου, μετά από live, και έχω κάνει χιλιάδες.
Λες «ήταν για να γίνει». Το γιατί το έχεις απαντήσει;
Γιατί ήθελε ο Θεός να μου δείξει ότι υπάρχει, γιατί ήθελε να με κάνει πιο δυνατό και καλύτερο άνθρωπο, να με φέρει πιο κοντά του και ίσως γιατί έχω κάποια αποστολή ακόμη στον κόσμο που αυτήν τη στιγμή αγνοώ. Είμαι σίγουρος πως αν μου ξανακάνεις αυτή την ερώτηση σε δύο χρόνια, θα έχω πολλές περισσότερες απαντήσεις να σου δώσω.
Και βρίσκεσαι λοιπόν μέσα στο αμάξι. Τι συνέβη και προκλήθηκε το τροχαίο;
Η οδηγός δεν έτρεχε. Θυμάμαι στην πρώτη στραβοτιμονιά να γουρλώνω τα μάτια. Έκανε μια απότομη απόπειρα προς τα δεξιά, είδα να πηγαίνουμε προς το κράσπεδο αλλά είχε ακόμη τον έλεγχο του αμαξιού η κοπέλα. Την ώρα που γινόταν αυτό, είδα πράγματι ένα άλλο αμάξι να περνά από δίπλα μας και εκείνη την ώρα υπέθεσα ότι μας έκλεισε αυτό το αμάξι. Για να μη φύγουμε τελικά στο κράσπεδο, έστριψε η κοπέλα το τιμόνι αριστερά, γύρισε το αμάξι από την άλλη και εκεί χάθηκε ο έλεγχος. Καβαλήσαμε το κράσπεδο και είδα ξαφνικά ένα δέντρο να έρχεται κατά πάνω μου.
Εγκλωβίζεστε μέσα στο αμάξι για σχεδόν πενήντα λεπτά. Τι θυμάσαι να λες εκείνη την ώρα στον εαυτό σου;
«Ήρθε το τέλος». Μόνο αυτό πρόλαβα να πω. Τελικά βρέθηκα εγκλωβισμένος σε μια πολύ περίεργη στάση, εγώ ήμουν πάνω από την κοπέλα, η κοπέλα ήταν κάθετα μπροστά μου με το κεφάλι της έξω από το παράθυρο μέσα στα χώματα, τα γυαλιά και τις λαμαρίνες και δεν μπορούσε να βγει από το αμάξι λόγω του βάρους μου. Τα πρώτα δευτερόλεπτα δεν μιλούσε και σκέφτηκα αμέσως, ότι κάτι δεν πάει καλά. Την σκουντούσα με το κεφάλι μου και την φώναζα. Εκείνη τη στιγμή συνήλθε, την έπιασε κρίση και άρχισε να ουρλιάζει.
Εσύ σε τι κατάσταση βρίσκεσαι μέσα στο αυτοκίνητο;
Στο αμάξι είχαν σπάσει όλα τα τζάμια, από τύχη δεν μπήκαν τα κλαδιά των δέντρων μέσα να μας κάνουν τον οποιοδήποτε τραυματισμό σε κεφάλι ή ζωτικά όργανα. Η πλευρά του συνοδηγού ήταν κυριολεκτικά διαλυμένη. Τα πόδια μου τα πίεζαν οι λαμαρίνες, αιμορραγούσα, έβλεπα το χέρι μου σαν να είναι το χέρι κάποιου άλλου γιατί μου είχε βγει ο ώμος. Ύστερα από πενήντα λεπτά που χρειάστηκαν για να με απεγκλωβίσουν, είχα μουδιάσει ολόκληρος και δεν ένιωθα πλέον καθόλου τα πόδια και τα χέρια μου. Όπως μου είπαν μετά στο νοσοκομείο, ήμουν οριακά στο να συμβεί το οτιδήποτε. Δύο εκατοστά ακόμη και οι λαμαρίνες στα πόδια μου θα μου είχαν κάνει από σοβαρό τραυματισμό μέχρι ακρωτηριασμό. Γλίτωσα από θαύμα. Δεν μπορώ να στο περιγράψω αλλιώς.
Μέσα στο φορείο έχεις τις αισθήσεις σου;
Ναι, είμαι δεμένος στο φορείο με κολλάρο και έχω φρικτούς πόνους. Ακούω από τους διασώστες τη φράση «ωχ, το πόδι του». Εγώ δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω τι είχε συμβεί. Δεν ήξερα καν αν το πόδι μου ήταν στη θέση του. Οπότε τους ρωτούσα συνεχώς «παιδιά, σας παρακαλώ, πείτε μου: είναι εκεί το πόδι μου;», «γιατί δεν μπορώ να κουνήσω το πόδι μου και το χέρι μου;», «έχω πόδι;», «θα μείνω παράλυτος;». Για κάποιον λόγο αισθανόμουν ότι θα ζήσω, αλλά προσπαθούσα να προετοιμάσω τον εαυτό μου για το χειρότερο σενάριο: ότι μπορεί να μην έχω δεξί χέρι και πόδι. Αυτά σκεφτόμουν όση ώρα με μετέφεραν στο Γενικό Κρατικό Νικαίας. «ΟΚ, Ηλία, άρχισε να συνηθίζεις στην ιδέα. Ίσως από εδώ και πέρα να ζήσεις τη ζωή σου χωρίς χέρι και πόδι».
Μετά τι γίνεται;
Μετά πέρασα τον δεύτερο εφιάλτη στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας. Ο εφιάλτης των πρώτων βοηθειών. Με έχουν ξαπλώσει σε κάτι σκληρό, το χέρι μου έχει βγει και έχει σπάσει και το πόδι μου έχει γυρίσει ενενήντα μοίρες. Όπως επίσης, έχουν σπάσει η λεκάνη και ο μηρός. Μου σκίζουν όλα τα ρούχα με ένα ψαλίδι και τρεις μου τραβούν το χέρι για να μου βάλουν τον ώμο και άλλοι τρεις το πόδι. Παράλληλα μου βάζουν υπόθετα, μου περνούν καθετήρες, ορούς, ενέσεις. Με ρώτησες πριν αν σκέφτηκα καθόλου εκείνες τις ώρες ότι θέλω να πεθάνω. Δεν θα κρύψω ότι όση ώρα γίνονταν αυτά σκέφτηκα πολύ έντονα όχι να πεθάνω, αλλά να χάσω τις αισθήσεις μου. Παρακαλούσα να λιποθυμήσω για να μην πονάω άλλο. Να μην τα νιώθω όλα αυτά, να μην τα ζω, να ξυπνήσω και να πω ήταν ένας εφιάλτης. Δυστυχώς, δεν έχασα τις αισθήσεις μου ούτε για ένα δευτερόλεπτο.
Πότε μπαίνεις στο χειρουργείο;
Για έξι μέρες προσπαθούσαν οι γιατροί να με δυναμώσουν για να αντέξω τα χειρουργεία. Χρειάστηκε να μου κάνουν μετάγγιση αίματος. Τους ρωτούσα τι θα συμβεί σ’ αυτά τα χειρουργεία και δεν μου έδιναν καμιά απάντηση, καμιά πρόβλεψη, καμιά πιθανότητα. Μου έλεγαν «θα εγχειριστείς και μετά θα δούμε». Και επέμενα και ξαναρωτούσα «σας παρακαλώ, πείτε μου, τι πιθανότητες έχω να μείνω ανάπηρος;», «θα ξαναπερπατήσω ποτέ;», «θα κουτσαίνω;» κ.ο.κ., αλλά εκείνοι σιωπούσαν. Το πρώτο χειρουργείο αφορούσε τον μηρό και τον βραχίονά μου. Πήγε πολύ καλά αλλά κατά τη διάρκεια της ανάνηψης για μια ώρα περίπου δεν επανέρχονταν οι ζωτικές μου λειτουργίες, δεν ανέπνεα σωστά, δεν είχα καλή πίεση. Οι γιατροί ήταν έτοιμοι να με βάλουν στην Εντατική. Ευτυχώς, στο τέλος επανήλθα. Το δεύτερο χειρουργείο στη λεκάνη διήρκεσε πέντε ολόκληρες ώρες. Ήταν ένα δύσκολο χειρουργείο με εμένα να έχω πολύ άγχος. Κατά τραγική ειρωνεία, την ημέρα που έκανα το χειρουργείο στη λεκάνη -που από αυτό εξαρτιόταν αν θα περπατούσα ξανά- ήταν τα γενέθλια της μητέρας μου. Ένα άτομο επιτρέπεται να σε πάει μέχρι την πόρτα του χειρουργείου και αυτή ήταν η μητέρα μου. Η τελευταία κουβέντα που της είπα πριν μπω μέσα ήταν: «χρόνια πολλά, μανούλα».
Συγκινείσαι...
Όπως μου έρχεται να κλάψω τώρα, έκλαιγα και εκείνη την ώρα. Ήταν οι γιατροί μαζεμένοι από πάνω μου και τους έλεγα «μισό λεπτό. Πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα να σας πω κάτι. Σήμερα είναι τα γενέθλια της μανούλας μου και θα ήθελα να σας παρακαλέσω να της κάνετε το πιο μεγάλο δώρο, να περπατήσω ξανά». Όταν τελικά μεταφέρθηκα στο δωμάτιο και ενώ είχαν πάει όλα καλά, έρχονταν οι γιατροί και της εύχονταν χρόνια πολλά. Τις επόμενες μέρες το φάρμακό μου ήταν ο κόσμος. Έπαιρνα χιλιάδες μηνύματα από ανθρώπους που μου έλεγαν ότι έχουν κάνει τάμα, προσεύχονται για μένα και άλλα τέτοια. Μου έστελναν στο νοσοκομείο ό,τι μπορείς να φανταστείς: από κομποσκοίνια, σταυρούς, αγιασμό, μέχρι κομμάτια από άγια λείψανα.
Εκείνες τις δύσκολες ώρες αναρωτήθηκες «γιατί σε μένα;»
Παρότι υπό κανονικές συνθήκες αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα έλεγε ο προηγούμενος Ηλίας, τώρα, με όλη μου την ειλικρίνεια σου λέω -και πίστεψέ με, πλέον δεν θέλω να λέω καθόλου ψέματα- ότι δεν το σκέφτηκα ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Όσοι βρέθηκαν κοντά μου αυτές τις δύσκολες μέρες, ξέρουν πόσο θετικά προσπαθώ να σκέφτομαι. Μόνο προσευχόμουν και έλεγα «στο τέλος, όλα θα πάνε καλά».
Πόσο καιρό θα διαρκέσει τώρα η αποθεραπεία;
Το κομμάτι της αποθεραπείας είναι επίσης δύσκολο. Το πιο σημαντικό είναι να το πάρεις θετικά και να μην αφήσεις όλο αυτό να σε καταβάλει. Το μυαλό έχει τεράστια δύναμη. Εγώ τη δύναμη την βρήκα από τον κόσμο, από τον Θεό και από το γεγονός ότι μετά από αυτό το τροχαίο, ξαναγεννήθηκα. Στην καινούργια μου έκδοση, λοιπόν, είμαι μαχητής. Πάντα ήμουν, αλλά τώρα περισσότερο από ποτέ. Τον πρώτο ενάμιση μήνα, μέχρι να αρχίσουν να κολλούν τα κόκαλα, πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός στις κινήσεις μου. Απαγορεύεται κάθε είδους μετακίνηση. Πρέπει να παραμένω όσες περισσότερες ώρες μπορώ ξαπλωμένος στο κρεβάτι.
Όταν πια σταθείς στα πόδια σου, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σχεδιάζεις να κάνεις;
Να πάω σε μια εκκλησία και να προσευχηθώ. Να πω «Θεέ μου, σε ευχαριστώ που ζω». Οι γιατροί μου είπαν ότι η αποθεραπεία θα διαρκέσει το λιγότερο τέσσερις μήνες και χρειάζεται στρατιωτική πειθαρχία, αλλά ξέρω ότι η αποθεραπεία έχει να κάνει πλέον με μένα. Με τη δική μου επιμονή, υπομονή, προσοχή, ψυχραιμία, διάθεση. Και ό,τι έχει να κάνει με μένα δεν το φοβάμαι. Μου έχω εμπιστοσύνη και ξέρω ότι θα γίνω γρήγορα καλά. Με αυτήν τη σκέψη κοιμάμαι και ξυπνάω. Με ρωτούν συνέχεια: «πότε θα είσαι ξανά καλά;» «πότε θα ξαναπερπατήσεις;», «πότε θα ξανατραγουδήσεις;».
Διάβασε όλη τη συνέντευξη στο Down Town που κυκλοφορεί κάθε Πέμπτη στα περίπτερα.