ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΣΤΟ ΧΑΡΕΜΙ (1971)
Εισιτήρια: 455.385
Ε κείνη την περίοδο χόρευα στο Rex με τον Βαγγέλη Σειληνό. Ο Σειληνός συνεργαζόταν παράλληλα με τον Γιάννη Δαλιανίδη στις ταινίες του. Είχε έρθει λοιπόν ο Δαλιανίδης στο θέατρο και θυμάμαι ότι μασούσα μια τσίχλα στο bar του κυλικείου. Μου λέει ο Δαλιανίδης: “Να σου πω, κοριτσάκι, γύρνα προφίλ και μάσα την τσίχλα σου”. Με έβαλε να γυρίσω από τη μια, να γυρίσω από την άλλη. Είχα αρχίσει να προσβάλλομαι, νόμιζα ότι με κοροϊδεύει. Ξαφνικά μου λέει: “Εντάξει, τον πήρες τον ρόλο”. Ποιον ρόλο; Δεν είχα ιδέα. Κόντεψα να λιποθυμήσω, γιατί τότε ο Δαλιανίδης ήταν ο θεός του σινεμά. Ήταν ένα όνειρο αυτό που ζήσαμε τότε. Δεν καταλαβαίναμε ούτε από κούραση ούτε από τίποτα. Κάναμε γυρίσματα ενάμιση μήνα σε διαφορετικά μέρη. Ξυπνούσαμε στις πέντε το πρωί για να πάμε στο γύρισμα και γυρνούσαμε στο σπίτι στη μία τη νύχτα. Θυμάμαι ότι μέναμε τότε με τον Σειληνό στην αρχή της Πανόρμου. Στο τέλος του δρόμου έμενε ο Χρόνης Εξαρχάκος, συμπρωταγωνιστής μας στην ταινία και ερχόταν λοιπόν κάθε πρωί και μας έπαιρνε με το αυτοκίνητο για να πάμε στο μεγάλο στούντιο του Φίνου. Εκεί ήταν απίστευτα, σαν να μπαίναμε σε ναό. Το πλατό απίστευτα οργανωμένο. Μέναμε εκεί με τις ώρες, χαζολογούσαμε στα καμαρίνια με τις άλλες χορεύτριες, κάναμε αστεία. Υπήρχε όμως και αυστηρότητα. Έπρεπε όλοι να είναι στην ώρα τους και όλα στην εντέλεια. Για το πιο δύσκολο γύρισμα της ταινίας, η εταιρεία είχε δανειστεί ένα αεροπλανάκι του Αλέξανδρου Ωνάση. Μετά βέβαια ζήσαμε μια μεγάλη περιπέτεια. Ειδικά για τον Χρόνη. Μέσα στο αεροπλανάκι ήμασταν οι τέσσερις πρωταγωνιστές και ένας cameraman που είχε γίνει οχτάρι για να χωρέσει μαζί μας και να μη φαίνεται. Ο Χρόνης έβαλε τα κλάματα από τον φόβο του, γιατί πετάξαμε πραγματικά στον αέρα. Τα κοντινά πλάνα τα είχαμε κάνει κάτω κανονικά, αλλά στα άλλα πλάνα πετούσαμε κανονικά. Ήταν δύσκολη η σκηνή, γιατί είχαμε κάνει πρόβες κάτω και όχι στον αέρα. Η πτήση έγινε μία φορά. Είχαμε φτάσει μέχρι και πάνω από την Αίγυπτο. Από την άλλη, η σκηνή της ερήμου έγινε σε δύο διαφορετικές παραλίες. Μια στη Λήμνο και μια στον Σχινιά. Αλλά έγινε τόσο καλό μοντάζ που φαίνεται σαν να είμαστε όντως στην έρημο. Το γυρίζαμε ατέλειωτες ώρες όλο αυτό. Είχαμε πεθάνει από τη ζέστη. Αλλά ο Δαλιανίδης ήθελε να είμαστε πράγματι ταλαιπωρημένοι. Περισσότερο reality όμως είχε η σκηνή της όασης. Ο Δαλιανίδης μας έβαλε να τη γυρίσουμε σε μια γούρνα που έπιναν νερό τα ζώα, σε ένα χωριό κοντά στον Σχινιά. Είχε μέσα βρομιά, μυγάκια, ζωύφια. Οι άλλοι τρεις ήπιανε κανονικά νερό, δεν υπήρχε άλλη λύση. Εγώ δεν μπορούσα να πιω με τίποτα. Δημιούργησα τόσο πρόβλημα που η Βλαχοπούλου με έπιασε κυριολεκτικά από το μαλλί και με έχωσε μέσα στη γούρνα για να τελειώνει το γύρισμα. . Τέλος, η τελευταία σκηνή που υποτίθεται ότι γυρνάμε στην Ελλάδα με το αυτοκίνητο του εμίρη, γυρίστηκε σε ένα χωριό έξω από την Αθήνα. Έπαιξε όλο το χωριό στο φινάλε.
Ο Δαλιανίδης ήταν απίστευτα αυστηρός, ήθελε όλα να είναι τέλεια. Εγώ, που είχα άποψη και έλεγα τη γνώμη μου, με μάλωνε συνέχεια. Είχα κλάψει πολλές φορές για τον Δαλιανίδη. Με αγάπησε πολύ στο τέλος, αλλά είχαμε συνέχεια κόντρες. Η Ρένα ήταν σπουδαία, γελούσαμε πολύ. Αλλά αν θύμωνε γινόταν πολύ σκληρή. Είχε θυμώσει μια φορά και με μένα. Σε κάθε γύρισμα έπρεπε να είχα μαζί μου τσίχλες, γιατί αυτό ήταν το στοιχείο του ρόλου μου. Μια μέρα λοιπόν είχα με τη Ρένα γύρισμα για τη σκηνή που μου έλεγε: “Πέτα μωρή την τσίχλα από το στόμα σου” και της απαντούσα εγώ: “Την κατάπια”. Πήγα στο γύρισμα χωρίς τσίχλες. Έγινε χαμός. Η Ρένα εκνευρίστηκε πολύ. Καθυστέρησα όλο το γύρισμα. Μου λέει: “Για να μάθεις να είσαι επαγγελματίας, πήγαινε τώρα μόνη σου να βρεις τσίχλες”. Περπάτησα τρία τετράγωνα για να βρω τσίχλες. Δεν τις ξέχασα φυσικά πότε ξανά. Κατά τ’ άλλα, ήταν πάρα πολύ ευχάριστος άνθρωπος, και εξαιρετική επαγγελματίας.
Θυμάμαι ότι οι ενδυματολόγοι και οι στιλίστες μας ήταν πολύ αυστηροί. Μας έλεγαν: “Θα βαφτείς έτσι και θα φορέσεις αυτό”. Δεν υπήρχε δεύτερη κουβέντα. Σχεδίαζαν τα ρούχα μας, δεν ήταν τίποτα έτοιμο. Μεγάλη πολυτέλεια, ήμασταν Hollywood.
Εγώ ως νεαρή ήθελα να βάφομαι πολύ και να δείχνω ωραία, αλλά αυτοί με ήθελαν απαλά βαμμένη για να φαίνομαι κοριτσάκι. Διαφωνούσαμε συνέχεια, αλλά έκανα ό,τι μου έλεγαν.
Όταν βγήκε η ταινία στις αίθουσες ο κόσμος αντιδρούσε σαν να έβλεπε εξωγήινους. Δίναμε βαλίτσες με αυτόγραφα. Έδινα όλα μου τα χρήματα για να τυπώνω αυτόγραφα. Ήταν ντροπή τότε να μην έχεις φωτογραφία σου να υπογράψεις. Ήμουν πολύ τυχερή που τα έζησα».