12 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Κούρκουλου. Η τελευταία δεκαετία της ζωής του

Μιλάνε συνεργάτες, φίλοι και η κόρη του Μελίτα



 

Τα τελευταία χρόνια, ο Νίκος Κούρκουλος απέδειξε αυτό που πάντα ήταν στις ταινίες του: πολύ ηρωικός και πολύ επαναστάτης, που αρνιόταν να αντιμετωπίσει τη ζωή με τους όρους της. Έβαζε τους δικούς του κανόνες. 

Τον Οκτώβριο του 2001, ο Νίκος Κούρκουλος ήθελε να επιστρέψει στη σκηνή με τον Ριχάρδο τον Γ'. Ήταν μια περίοδος που η φήμη του ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου είχε πάρει νέες διαστάσεις. Ήταν εκείνος που στον υπερβολικό ενθουσιασμό του να εμφυσήσει ενεργητικότητα και αυτοπεποίθηση στο γερασμένο Εθνικό προσπερνά με ευκολία μια σειρά από προβλήματα, τα οποία συναντάς σε όλους τους κρατικούς οργανισμούς. Καταγγέλλοντας την αδράνεια και την αθυμία, ο Κούρκουλος καταφέρνει να δώσει στο Εθνικό τον δυναμισμό και την αυτοπεποίθηση που του έλειπαν, ανεβάζοντας τη δόξα του σε νέα επίπεδα. Όμως η ζωή είχε άλλα σχέδια.  Σε μια τυπική και προγραμματισμένη ιατρική εξέταση στο Λονδίνο μαθαίνει τα κακά μαντάτα. Η διάγνωση γράφει καρκίνος του ρινοφάρυγγα. Το αγαπημένο του τσιγάρο τον καταστρέφει. Προσπαθεί να παραμείνει δυνατός. Έχει μάθει να ζει στις δυσκολίες. Πάντα τον τρόμαζε η άνεση. Ο θάνατος, λένε οι κοντινοί του άνθρωποι, δεν τον απασχόλησε ποτέ. Τηλεφωνεί στον αναπληρωτή διευθυντή του Εθνικού Κώστα Τσιάνο και του λέει αφοπλιστικά: «Πού είσαι, Κώστα; Πρέπει να αναλάβεις εσύ τώρα. Έχω καρκίνο. Πρέπει να παραιτηθώ».

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΜΕΡΕΣ 
Ο Κώστας Τσιάνος θυμάται μαζί μας εκείνο το τηλεφώνημα: «Σοκαρίστηκα όταν το άκουσα, αλλά έτσι ήταν ο Νίκος. Δεν ωραιοποιούσε τις καταστάσεις και κυρίως αυτές που αφορούσαν τον ίδιο. Μου είπε με μεγάλη ψυχραιμία τι συμβαίνει στην υγεία του. Δεν δέχτηκα να τον αντικαταστήσω. Του είπα “Νίκο, από τον μεγαλύτερο πρωταγωνιστή μέχρι το τελευταίο μυρμήγκι που ζει στο θέατρο, θα είμαστε στο πλευρό σου. Όλο το ελληνικό θέατρο και οι τεχνικοί θα έρθουμε να σφουγγαρίσουμε αν χρειαστεί για σένα”. Ακόμη και ο τότε υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος δεν έκανε δεκτή την παραίτησή του». Οι γιατροί στο Λονδίνο μιλάνε για επιθετική θεραπεία. «Αντιμετώπισε την ασθένειά του με φοβερή αξιοπρέπεια και στωικότητα» θυμάται ο σκηνοθέτης. «Θα γίνουν όλα. Ή πέφτω στο κρεβάτι και παραδίνομαι ή δίνω τη μάχη όρθιος μέχρι το τέλος» θα πει στους δικούς του. Ο Κώστας Τσιάνος είναι πολύ σαφής: «Το ότι έχουμε το Εθνικό Θέατρο το χρωστάμε στον Νίκο. Είναι ο δημιουργός του. Πήρε ένα νεκρό θέατρο που είχαμε όλοι απαξιώσει και του έδωσε μια νέα θριαμβευτική ζωή. Είχαμε υποχρέωση να σταθούμε στο πλευρό του. Να είμαστε μαζί του». Ο Νίκος με τη Μαριάννα Λάτση μένουν στο Λονδίνο για 122 μέρες. Ζουν σε ένα διαμέρισμα της οικογένειας Λάτση στο Knightsbridge και μαζί τους παίρνουν τα δύο μικρότερα παιδιά, την Εριέττα και τον Φίλιππο. Δίπλα τους μετακομίζει σύντομα και ο Πάρις Κασιδόκωστας, ο μεγαλύτερος γιος της Μαριάννας. Είναι δύσκολες, μουντές μέρες, αλλά υπάρχει αισιοδοξία. «Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι αλώβητος. Είδα τους γονείς μου να φεύγουν, είδα δύο αδέλφια μου να χάνονται, ο ένας καπετάνιος από ναυάγιο στον Ατλαντικό, ο άλλος πολιτικός μηχανικός πέφτοντας στην οικοδομή. Από νέος συνειδητοποίησα πόσο κοντά είναι ζωή και θάνατος. Αλλά έχω δύναμη, έχω τη δύναμη να πολεμήσω» θα πει ο ίδιος για την ασθένεια σε συνέντευξή του στην Καθημερινή το 2002. Οι χημειοθεραπείες συνεχίζονται και τα αποτελέσματα είναι κάτι παραπάνω από θετικά. Ο οργανισμός του ανταποκρίνεται, τα τηλεγραφήματα γεμίζουν το ξενοδοχείο, πολύς κόσμος ανησυχεί για τον ήρωά του. 

ΜΙΑ ΛΑΜΠΕΡΗ ΜΕΡΑ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ
Εχουμε 2002. Οι γιατροί πλέον είναι αισιόδοξοι. Το ίδιο και ο Νίκος με τη Μαριάννα που εμφανίζονται σε paparazzi φωτογραφίες να ψωνίζουν και να τρώνε στο Λονδίνο. Ελάχιστοι άνθρωποι βρίσκονται κοντά τους. Δεν θέλει ο Νίκος. «Περιμένετε να γίνω καλά και θα τα βρούμε όλα» έλεγε. Ο Ηλίας Ψινάκης, κολλητός φίλος της οικογένειας τότε και τώρα, μιλάει στο DownΤown για εκείνη την περίοδο: «Τότε κάναμε πολλή παρέα. Θυμάμαι τα λόγια του όταν το πρωτόμαθε. Γύρισε και μας είπε: “Γιατί όχι και σε μένα; Όλοι παθαίνουν καρκίνο, γιατί όχι και εγώ;”. Ήταν πολύ περίεργη η αντίδρασή του και το πολέμησε με πολλή παλικαριά και με μεγάλη ψυχραιμία, δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο να πολεμά τον καρκίνο με τέτοια γενναιότητα. Ο πρώτος καρκίνος χτύπησε στον φάρυγγα. Έκανε θεραπεία, αλλά έκανε μετάσταση. Οργανικά ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ, αλλά ήταν παλικάρι μέχρι το τέλος. Δεν έχασε ούτε για μια στιγμή το κέφι του. Ζούσε σαν να μην έχει καρκίνο. Όλοι εμείς οι γύρω του ήμασταν πολύ φρικαρισμένοι και εκείνος συμπεριφερόταν σαν να μην έχει τίποτα. Αντιμετώπισε την ασθένειά του πολύ αντρίκια και παλικαρίσια. Μέχρι την τελευταία στιγμή πήγαινε στο γραφείο του στο Εθνικό με τη Ηarley μηχανή του». Στις αρχές του 2003 ο Νίκος επιστρέφει στην Αθήνα και στις υποχρεώσεις του στο Εθνικό Θέατρο. Το ίδιο θυμάται και ο Κώστας Τσιάνος: «Συχνά μας έλεγε “δεν πρόκειται να φύγω αν δεν ανακαινιστεί το κτίριο του Τσίλλερ στην Αγίου Κωνσταντίνου. Θα με έχετε πολύ καιρό μαζί σας”. Τώρα που το θυμάμαι ακούγεται πολύ πικρό, γιατί δεν το πρόλαβε τελικά».

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ  ΜΕΛΙΤΑ
Τ   ο καλοκαίρι του 2003 κάνει την πρώτη του δημόσια εμφάνιση μετά την ασθένεια στον γάμο της κόρης του Μελίτας, στις Σπέτσες. Εκεί όλοι σχολιάζουν πόσο καλά και ακμαίος δείχνει. Στις φωτογραφίες κλαίει από συγκίνηση. Τα δάκρυα κυλούν στα μάγουλά του και ο Τύπος της εποχής γράφει για τη λαμπερή και συγκινητική επιστροφή του στην πραγματικότητα. Η Μελίτα δεν θέλει να θυμάται τις τελευταίες μέρες. Θέλει να εστιάσει την προσοχή στον πατέρα της και όχι στον Κούρκουλο. Η ίδια μας λέει: «Θυμάμαι τον πατέρα μου να λέει σε εμένα και τον Άλκι “ό,τι θέλετε να κάνετε στη ζωή σας, πρέπει να είστε οι καλύτεροι”. Όταν ήμασταν μικροί, μας είχε πάει μια μέρα βόλτα στην Ομόνοια, στους λούστρους, τα λουστράκια, όπως τα έλεγε ο ίδιος. Ήταν, λοιπόν, τρία λουστράκια στη σειρά στην Ομόνοια, μόνο ο ένας όμως είχε ουρά από κόσμο. Μας είπε πως ακόμη και λούστροι να γίνετε στη ζωή σας, θα πρέπει να είστε οι πρώτοι. Ακόμη έχω στα αφτιά μου τη φωνή του. “Να γίνετε οι πρώτοι, οι καλύτεροι”. Στο σπίτι με φώναζε πάντα κόρη, γιατί έχω το ίδιο όνομα με τη μητέρα μου και ήθελε να μας ξεχωρίζει. Το χαϊδευτικό αυτό ξεκίνησε ουσιαστικά από τον αδερφό μου τον Άλκι που όταν ήταν μικρός άκουγε τον πατέρα μου να λέει “κάναμε κόρη, κάναμε κόρη” και με τη σειρά του με φώναζε και αυτός “κόλη”. Και έτσι μου έμεινε, το κόρη». Μιλάει και τα μάτια της λαμπυρίζουν από ενθουσιασμό και εκτίμηση. «Ήταν πάρα πολύ αυστηρός πατέρας, αλλά και πάρα πολύ δίκαιος. Ήθελε στη ζωή μας να κάνουμε το καλύτερο δυνατό. Μας έλεγε “πρέπει να πιάσετε τη ζωή από το πέτο και να τη βάλετε κάτω”. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος του θεάτρου, θα ήθελε και ο ίδιος να τον τιμούν όλοι για το έργο που έχει αφήσει στο ελληνικό θέατρο. Όταν ήμασταν μικροί γύριζε πάντα αργά στο σπίτι από το θέατρο, την ώρα που κοιμόμασταν. Την απουσία του την αναπλήρωνε τα καλοκαίρια, γιατί μετά το Πάσχα το θέατρο ήταν κλειστό και τότε ήταν όλη την ώρα μαζί μας. Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε τρεις μήνες στο εξοχικό μας στην Κινέτα όπου ήμασταν συνέχεια μαζί. Τι άλλο του άρεσε εκτός από το θέατρο; Η θάλασσα». 

ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ 
(ΜΑΖΙ ΜΕ ΝΕΑ ΣΟΥΞΕ) 
Το 2003 ο Νίκος Κούρκουλος επιστρέφει, σε όλα τα επίπεδα. «Δεν θέλω να με αντιμετωπίζετε σαν άρρωστο. Αν θέλετε να με κάνετε ευτυχισμένο, δουλέψτε και χαμογελάστε» έλεγε στους ανθρώπους στο θέατρο. Εκείνη τη χρονιά συνεργάζεται με τον Μιχάλη Ρέππα και τον Θανάση Παπαθανασίου για το ανέβασμα του Ποια Ελένη. Μαζί τους είχε ανεβάσει το 1997 και το Βίρα τις Άγκυρες σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή, που έμεινε στην ιστορία σαν το πρώτο μουσικό έργο στην ιστορία του Εθνικού. Η συνεργασία με τους δύο δημιουργούς δείχνει την αποφασιστικότητα και την επιμονή του Νίκου ως ηγέτη του Εθνικού να φέρει το μεγάλο κοινό στο θέατρο, αψηφώντας τις αντιρρήσεις, δημιουργώντας τις δύο μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του θεάτρου. Ο Μιχάλης Ρέππας θυμάται για εκείνες τις δύο παραστάσεις: «Εγώ τον γνώριζα ελάχιστα. Είναι τόσοι πολλοί και τόσο σημαντικοί αυτοί που τον έζησαν για χρόνια που η δική μου μαρτυρία είναι μάλλον περιττή. Για μένα ο Κούρκουλος είναι περισσότερο ένα αντρικό αρχέτυπο (που χαράχτηκε μέσα μου βλέποντας τις ταινίες του Φίνου στην παιδική μου ηλικία) παρά ένας από τους εργοδότες μου. Συνεργαστήκαμε μόνο για δύο παραγωγές. Για το έργο μας Βίρα τις Άγκυρες και για το μιούζικαλ Ποια Ελένη, που στήσαμε εμείς το 2003 και αυτό στο Rex. Και συναντηθήκαμε ελάχιστες φορές. Ο Νίκος Κούρκουλος έκανε κάποιες βασικές συμφωνίες και κατόπιν άφηνε τους δημιουργούς ελεύθερους να κάνουν την παράστασή τους. Αυτός την έβλεπε στην πρεμιέρα. Βέβαια επιλέγοντας εμάς ο Νίκος Κούρκουλος και στις δύο παραστάσεις πήρε μεγάλο ρίσκο και το έκανε και τις δύο φορές κόντρα στην ετυμηγορία του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού. Γιατί καλλιτέχνες σαν και μας για αρκετούς από τους ιθύνοντες του Εθνικού θεωρούνται ανεπιθύμητοι, και τις τελευταίες δεκαετίες η προτίμηση του κοινού θεωρείται ντροπή στην Ελλάδα. Ωστόσο ο Κούρκουλος, που ήταν ένας άνθρωπος χορτασμένος από την αγάπη του κοινού, όχι μόνο δεν ντρεπόταν για την εμπορικότητά του, αλλά την είχε τιμή του και καμάρι του. Και μας στήριξε και τις δύο φορές με όλες του τις δυνάμεις ενάντια σε όλους αυτούς που μας ήθελαν εκτός Εθνικού Θεάτρου. Θυμάμαι στην πρεμιέρα του Ποια Ελένη σηκώθηκε όρθιος στο φινάλε της παράστασης και μας χειροκρότησε με θέρμη. Γι’ αυτό το χειροκρότημα, που μας άνοιγε επίσημα την πόρτα της πρώτης σκηνής της χώρας, δεν του είπα ποτέ πόσο τον ευγνωμονώ. Ξέρετε πώς είναι αυτά. Η ζωή που τρέχει, η επόμενη δουλειά που σε πιέζει και πάνω απ’ όλα ο φόβος να μη φανείς μελό ή γλείφτης δεν σου επιτρέπουν να πεις ένα απλό αλλά ουσιαστικό ευχαριστώ. Αυτό το ευχαριστώ του το οφείλω ακόμα, αλλά δυστυχώς το 2007 η ζωή μού στέρησε κάθε ευκαιρία να του το πω».
Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ
Ο Νίκος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που δεν ζουν με το πρόβλημα αλλά με τη λύση του, μας λέει κοντινός του άνθρωπος. Είχε ξεχάσει την ασθένειά του και τον απασχολούσε το Εθνικό. Είχε από μικρός εκπαιδευτεί να εστιάζεται στη θετική προοπτική της ζωής και να προχωράει. Δίνει μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στην Καθημερινή και μιλάει για τη σύντροφό του Μαριάννα Λάτση. «Αυτή είναι το αντράκι. Μαζί τα βγάλαμε πέρα». Επίσης ξαναρχίζει το κάπνισμα. Συχνά κυκλοφορεί στους διαδρόμους του θεάτρου με ένα πούρο. «Του έλεγα “τι είναι αυτό;”» θυμάται ο Κώστας Τσιάνος «και μου έλεγε “Κώστα, το κρατάω γιατί δεν μπορώ να επιβάλω στους ανθρώπους που έρχονται να μιλήσουμε στο γραφείο μου να μην καπνίζουν. Το θεωρώ πολύ φασιστικό”. Τέτοιας λεβεντιάς και παλικαροσύνης άνθρωπος ήταν. Δεν ήθελε να τον λυπούνται. Άλλωστε, ποιος ήταν ικανός να λυπηθεί τον θρύλο Νίκο Κούρκουλο; Κανείς». Και ενώ όλα δείχνουν ήρεμα, οι φήμες για την υγεία του τρέχουν και πολλές φορές γίνονται μακάβριες. Ένα περιοδικό της εποχής κυκλοφορεί το 2005 και γράφει πως η κατάστασή του είναι σοβαρή και βρίσκεται στην Εντατική. Τους παίρνει ο ίδιος τηλέφωνο και με αφοπλιστική ειλικρίνεια τους εξηγεί ότι είναι καλά. Τους τονίζει ότι όχι μόνο δεν χαροπαλεύει, αλλά σχεδιάζει να επιστρέψει στη σκηνή». Το ίδιο θυμάται και ο Ηλίας Ψινάκης: «Ο Νίκος ξεκαθάριζε τα πάντα. Δεν είχε εχθρούς γιατί κοίταζε μόνο τη δουλειά του και δεν πείραζε κανέναν. Απεναντίας, τον εκτιμούσαν όλοι και του είχαν εμπιστοσύνη και σεβασμό γιατί ό,τι έλεγε ήταν λόγος. Ήταν ντόμπρος και ξεκάθαρος, δεν έκανε ίντριγκες. Επίσης ήταν πολύ ειλικρινής. Την περίοδο που ήμουν μάνατζερ του Σάκη Ρουβά συμβουλευόμουν τον Νίκο για διάφορα. Εκείνος πάντα μου έλεγε την αλήθεια. Πολύ ειλικρινής. Με έβριζε πολλές φορές φρικτά. Μου έλεγε “τι μαλακία πήγες και έκανες;”. Ήταν πολύ αυστηρός και με τους φίλους του και με τον εαυτό του». 

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ 
Στο τέλος του 2006 εμφανίζεται πάλι η αρρώστια. «Ο πρώτος καρκίνος χτύπησε στον φάρυγγα. Έκανε θεραπεία, αλλά ο καρκίνος έκανε μετάσταση» θυμάται ο Ηλίας Ψινάκης. Τότε δούλευε ασταμάτητα για το Εθνικό. Δεν ήθελε με τίποτα να παραδοθεί στην ασθένεια που τον έτρωγε από μέσα. Στις 14 Ιανουαρίου του 2007 εμφανίζεται αρκετά καταπονημένος στην κηδεία του φίλου του και σκηνογράφου Βασίλη Φωτόπουλου. Ο Σταμάτης Φασουλής θυμάται: «Περνούσαμε όλοι από τον τάφο του Βασίλη και ρίχναμε από ένα λουλούδι. Τελευταίος ήταν ο Νίκος που είπε με βροντερή φωνή “Γεια σου, Βασίλη, σε λίγο έρχομαι κι εγώ”». Δέκα μέρες μετά μπαίνει στο νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν από μια επιπλοκή. Στις 30 Ιανουαρίου του 2007 πεθαίνει και στο δωμάτιο βρίσκεται εκείνη τη στιγμή μόνο η κόρη του Μελίτα. Η κηδεία γίνεται ύστερα από δική του επιθυμία από το Νεκροταφείο Ζωγράφου και ενταφιάζεται δίπλα στον τάφο του πατέρα του και του αδερφού του. «Ακόμη και η επιλογή νεκροταφείου δείχνει το πόσο ενωμένος και γειωμένος ήταν με το παρελθόν του», σχολιάζει ο Κώστας Τσιάνος. Όλη η οικογένειά του, η Μαριάννα Λάτση με τα παιδιά τους Εριέττα και Φίλιππο, πίσω η πρώτη του σύζυγος Μελίτα με τα παιδιά τους, Άλκι και Μελίτα, και ένα μεγαλειώδες πλήθος από θαυμαστές, ηθοποιούς, εκπροσώπους της πολιτικής, της τέχνης, των επιχειρήσεων, εκπρόσωποι από όλους τους τομείς που είχε κυριεύσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο πρωταγωνιστής, δίνουν το παρών. 

ΤΗΕ LEGACY 
Ο Νίκος Κούρκουλος ήθελε να τον θυμούνται για την καριέρα του στο θέατρο» πιστεύει ο Σταμάτης Φασουλής και συνεχίζει: «Ήταν ο μοναδικός μεγάλος εκπρόσωπος της γενιάς του που δεν εξαργύρωσε την κινηματογραφική του εικόνα στο θέατρο για να κάνει εισιτήρια. Μπορεί στο σινεμά να έπαιζε το Ορατότης Μηδέν και στο θέατρο ταυτόχρονα τη Δίκη του Κάφκα, ποτέ δεν διάλεγε εύκολες επιλογές. Έκανε σινεμά για να συντηρεί το θέατρο. Στον Νίκο χρωστάμε ότι έχουμε το Εθνικό. Αυτός κατάργησε τις δημόσιες συμβάσεις και άνοιξε τις πόρτες για να μπουν νέοι δημιουργοί. Αυτός δημιούργησε τόσες σκηνές, χάρη σ’ αυτόν έχουμε το κτίριο Τσίλλερ. Συνδύαζε δύναμη και ηρεμία. Έφερε τα πάνω κάτω, τα έβαλε με όλους για αυτό που είχε οραματιστεί. Και το κατάφερε». Τα ίδια θυμάται και ο Κώστας Τσιάνος: «Ερχόταν αθόρυβα στις πρόβες και καθόταν στον τρίτο εξώστη για να μην τον δει κανένας. Όχι για να κατασκοπεύει, αλλά για να δει αν μας έλειπε κάτι. Του άρεσε να είναι συνεχώς με τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς “η αγάπη μου είναι το σινάφι μου” έλεγε. Ήταν απαιτητικός χωρίς να γίνεται πιεστικός, επέβαλλε τη γνώμη του και είχε από όλους τον σεβασμό. Επίσης, δεν έπαιξε ποτέ στο Εθνικό. Δεν ήθελε. Φοβόταν μήπως ο κόσμος θεωρήσει ότι έκανε κατάχρηση της θέσης του». Όσο για το πώς ο ίδιος θα ήθελε να τον θυμούνται μέσα από τις ταινίες, είχε απαντήσει σε συνέντευξή του: «Ας πούμε, μου άρεσε πάρα πολύ ο μονόλογος του ήρωα στο Ορατότης Μηδέν, στη σκηνή του δικαστηρίου όπου λέει “Όχι άλλο κάρβουνο”. Ήταν στιγμές που ταξίδεψα, έφυγα από τον εαυτό μου, δεν ήμουν ο Νίκος, ήμουν ο ήρωας του συμβάντος, το έζησα ως ηθοποιός».