Λόγιος, εστέτ και εθισμένος στο κυνήγι της έξαψης, ο Ernest Hemingway, που γεννήθηκε σαν σήμερα στι 21 Ιουλίου 1899, πρόλαβε να ζήσει μέχρι την αυτοκτονία του το 1961, μια ζωή γεμάτη αντιθέσεις που άλλοι θα χρειάζονταν το λιγότερο 8 ζωές.
Ο Hemingway, ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, όχι μόνο τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ το 1953, αλλά και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1954, ενώ στη συνείδηση του κοινού αποτυπώθηκε ως ένας θρύλος της λογοτεχνίας με μια ζωή τόσο περιπετειώδη και πολυτάραχη όσο αποτυπώνεται στα βιβλία του.
Η ζωή του είναι γεμάτη αντιφάσεις κι αντιθέσεις που από την παιδική του ηλικία τον σήμαδεψαν-κι εν μέρει εξηγούν πολλά από τα πάθη και τις εμμονές του.
Γεννήθηκε στο Illinois κοντά στο Chicago στο σπίτι που έχτισε ο παππούς του σε μια σχετικά εύπορη οικογένεια. Μεγαλώνοντας, νιώθει πιο κοντά στον πατέρα του παρά την αυταρχική μητέρα του. Το ποδόσφαιρο, το κολύμπι, το μπάσκετ και το τένις θα πλαισιώσουν τα εφηβικά του χρόνια, ενώ λίγο αργότερα θα προστεθεί και η πυγμαχία, που του χάρισε και έναν σοβαρό τραυματισμό στο μάτι. Για κείνα τα χρόνια μίλησε και έγραψε συχνά, όπως στα διηγήματα με τίτλο «Στους καιρούς μας», όπου αναφέρεται σε πολλά περιστατικά από το ασφυκτικό οικογενειακό του περιβάλλον, τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του
Αμέσως μετά το σχολείο, εκδηλώνει την επιθυμία να καταταγεί στον στρατό, αλλά η όρασή του δεν του το επιτρέπει. Έτσι, χάρη στον θείο του Τyler, πιάνει δουλειά σε µια εξαιρετική εφηρερίδα του Κansas την «City Star». Η εμπειρία, χρησιμότατη. «Εκεί, πήρα τα καλύτερα μαθήματα της ζωής µου για το γράψιμο: απλές λέξεις, κοφτές φράσεις, λιτότητα» ομολόγησε χρόνια μετά. Η εφημερίδα τον έστειλε στο Παρίσι αρχικά και μετά στο Μιλάνο, να παρακολουθήσει τον πόλεμο. Εκεί θα τραυματιστεί θανάσιμα από βομβαρδισμούς και μετά από μια επέμβαση όπου αφαίρεσαν 200 θραύσματα από τα πόδια του, επέστρεψε στην πατρίδα.
Η οικογένεια του τον πιέζει να αποκατασταθεί, ενώ κάνει τη ζωή του με την πολεμική αποζημίωση ύψους 1.000 δολαρίων, εκείνος όμως σκέφτεται διαφορετικά για το μέλλον. Αρχίζει να αποτυπώνει τις σκέψεις του, σε ένα διήγημα, που λέγεται « Το σπίτι του στρατιώτη» και να κάνει διαλέξεις για τον πόλεμο. Σε µια από αυτές, τον άκουσε η σύζυγος ενός βιομηχάνου µάλλινων ειδών από τον Καναδά και του πρότεινε να την ακολουθήσει, για να βοηθήσει τον γιο της να ξεψαρώσει, καθώς η ίδια τον θεωρούσε μαλθακό. Σε αντάλλαγμα, του πρόσφεραν µια άνετη ζωή και µια δουλειά στην εφημερίδα «Τoronto Daily Star».
Η εφημερίδα του τον στέλνει παντού στην Ευρώπη. Στην Ελβετία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα και τηv Τουρκία. Εδώ έρχεται το 1922 - 23, για να καλύψει τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Επιστρέφει στο Παρίσι, η γυναίκα του είναι έγκυος, το πρώτο παιδί γεννιέται στην Αμερική. Η Ευρώπη, όμως, τον καλεί, όπως και οι διάσημοι φίλοι του, που διψούν να μυηθούν στον κοσμοπολιτισµό του και σε όσα εκείνος μπορεί να τους διδάξει. Από µποξ µέχρι ψάρεµα. Αλλά και κείνοι δεν τον αφήνουν παραπονεμένο. Τα πιο λαμπρά πνεύματα της εποχής τού μαθαίνουν τα μυστικά της γραφής. Ρουφάει τα πάντα και μαθαίνει γρήγορα. Όπως, όλοι οι bon viveurs της Ευρώπης, εκείνη την εποχή, ρίχνεται στις απολαύσεις της καλής ζωής, τον έρωτα, το ποτό, τα ταξίδια και τηv περιπέτεια, ενώ το διάστημα του μεσοπολέμου -ακόµα και µε τις δυσκολίες του- έµοιαζε παράδεισος.
Το 1928, εγκαταλείπει την Ευρώπη και εγκαθίσταται για μια δεκαετία στο περίφημο Key West της Florida, το νησί του πειρατή Morgan, που βρίσκεται μόλις 150 χιλιόμετρα από την Αβάνα. Εκεί γράφει και δουλεύει με τις ώρες απομονωμένος.
Το 1933 έρχεται η πρώτη του γνωριμία με την Αφρική και το σαφάρι. Ο θείος της τότε γυναίκας του τους το κάνει δώρο. Ο Hemingway ετοιμαζόταν εβδομάδες γι αυτό. Συναρπάζεται από την Αφρική, και καταγράφει τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις και τη μανία του με το κυνήγι στο «Εsquire», όπου αρθρογραφούσε τότε. Πολλοί θα τον κατηγορήσουν ότι έκρυβε βάρβαρα ένστικτα με τον ίδιο να απαντά πως δεν υπάρχει καλύτερο κυνήγι στη ζωή από το κυνήγι ενός οπλισμένου άντρα και, αν το έχεις δοκιμάσει μια φορά, όλα τα υπόλοιπα σου φαίνονται επίπεδα.
Το 1936 ξαναβρίσκεται στην Ισπανία (η πρώτη φορά ήταν το 1923),που έμελε να είναι για εκείνον η δεύτερη του πατρίδα. Εκεί θα ζήσει τα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου με την τότε σύζυγό του, Martha Gellhom, υποστηρίζοντας ένθερµα τους δημοκράτες, προσφέροντας ακόµη και µέρος της περιουσίας του για αγορά φαρμακευτικού υλικού.
Το 1940 αγοράζει σπίτι στην Αβάνα. Εκεί ασχολείται με το «Pilar», το µικρό πλοίο που είχε για ψάρεµα ανοιχτά της Κούβας κι ατέλειωτα µεθύσια µε Daquiri.
Με τη γυναίκα του ταξίδεψε στην Κίνα, για να καλύψουν τον Σινοϊαπωνικό Πόλεµο, ενώ ο γάμος τους τέλειωσε εν µέσω του Δευτέρου Παγκοσμίου. Βρέθηκε στην Ευρώπη για µια σειρά ομιλίες και γνώρισε τη Mary Welsh, ανταποκρίτρια του περιοδικού Time, την οποία ερωτεύτηκε, πήρε µαζί του και παντρεύτηκε στην Κούβα.
Το 1953 αρχίζει να γράφει το αριστούργημα του "Ο Γέρος και η Θάλασσα” που συναρπάζει το κοινό και του χαρίζει το Πούλιτζερ. Ενώ, την αμέσως επόμενη χρονιά έρχεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ βρισκόταν σε ένα σαφάρι στην Ουγκάντα και το αεροπλάνο του είχε πέσει μέσα στη ζουγκλά.
Παρέμεινε στην Koύβα τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, υπήρξε στενός φίλος του Κάστρο, όµως, όταν τα πράγµατα άρχισαν να δυσκολεύουν, επέστρεψε στις Ηνωµένες Πολιτείες.
Άλλωστε και η υγεία του ήταν πια εξαιρετικά επιβαρυμένη. Από τα χρόνια του τραυµατισµού του στο µποξ και τον πόλεµο, µέχρι τα δύο αεροπορικά δυστυχήµατα, των οποίων επέζησε µε πολλά τραύµατα, βρέθηκε πολλές φορές κοντά στον θάνατο, σαν τους μεταφυσικούς ποιητές του 17ου αιώνα ή σαν τους Ματαντόρ, που στο τέλος επιβίωναν του ταύρου.
Το 1960, κλείστηκε σε µια κλινική στο Rochester της Minnesota, µε µια σπάνια αρρώστια στα σπλάχνα και µε µόνιµη κατάθλιψη. Εκεί, για δύο µήνες τον υποβάλλουν καθημερινά σε ηλεκτροσόκ και, όταν τελικά παίρνει εξιτήριο, νιώθει πως το τέλος είναι κοντά.
Αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του με έναν πυροβολισμό στο κεφάλι, όπως ο παππούς τους που είχε το όνομα του. Στη συνέχεια, πολλά από τα παιδιά και τα εγγόνια ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο αυτοκτονίας.
Ο Ernest Hemingway έζησε μια ζωή γεμάτη δόξα, εµπειρίες, έρωτα, µοναξιά και µελαγχολία στο τέλος. Και µερική απώλεια όρασης και µνήμης από το αλκοόλ που δεν τον εµπόδιζε, όµως, να θυµάται πόσες φοράς ο ίδιος και οι ήρωές του αναµετρήθηκαν µε τον θάνατο και βγήκαν νικητές µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
«Ο άνθρωπος καταστρέφεται, αλλά δεν νικιέται» συνήθιζε να λέει. Προφητικό, το λιγότερο!