Ιστορίες από το πιο θρυλικό αφτεράδικο της Αθήνας

Ο ιδιοκτήτης του Batman μας διηγήθηκε τις πιο τρελές ιστορίες της αθηναϊκής νύχτας μέρα μεσημέρι. Και ήμασταν νηφάλιοι.
Ιστορίες από το πιο θρυλικό αφτεράδικο της Αθήνας



Όποιον κι αν ρωτήσεις πού γίνεται το γλέντι όταν σβήνουν τα φώτα της αθηναϊκής νύχτας, θα σου πει «στον Batman». Καλοκαίρι και χειμώνα, με καύσωνα ή με παγωνιά. Εκεί όπου ο Παπάζογλου έδωσε την καλύτερη συναυλία της ζωής του με ένα μπαγλαμαδάκι. Εκεί όπου χίλιοι καλοί χωράνε σε ένα στενό διάδρομο. Εκεί που ο 20χρονος hipster και ο 70χρονος συνταξιούχος ταξιτζής έγιναν αδέρφια για μια νύχτα. Εκεί που η single γυναίκα έκατσε μόνη της στην μπάρα και για πρώτη φορά δεν ένιωσε αμήχανα. Εκεί που άκουσες Χατζιδάκι, Pink Floyd, Ζαμπέτα, Mamas and Papas και Λοΐζο, όλα το ίδιο βράδυ. Γιατί στα decks τα τελευταία 27 χρόνια βρίσκεται ο Γιώργος Νάσιος, ιδιοκτήτης του μαγαζιού, προστάτης της καλής μουσικής και αυτοαποκαλούμενος «νυχτερίδα». Γνωστός και ως Batman.

Γιώργο, πώς ξεκίνησε να γράφεται η ιστορία του Batman;

Ήταν 1989 και εγώ ήμουν διευθυντής πωλήσεων στην ΚΙΝΟ σε βιντεοταινίες. Είχα φτιάξει ένα γκρουπ πωλητών που ήταν από τη γειτονιά και συνειδητοποιήσαμε ότι δεν υπήρχε ένας χώρος να μαζευόμαστε τα βράδια να πίνουμε κάνα ποτό. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Αρχικά, εδώ μέσα είχαμε βάλει ηλεκτρονικά παιχνίδια, darts… Το ’94 πήρα απόφαση να το αλλάξω και να κάνω αμιγώς μπαρ. Εκείνη την ημέρα ήμασταν εδώ μαζεμένα καμιά δεκαριά άτομα. Τους λέω «κλειδώστε την πόρτα και σπάστε τα όλα να το ευχαριστηθείτε». Μου έκαναν «είσαι τρελός;» Τελικά, έσπασαν όλα τα μηχανήματα. Το διαλύσαμε το μαγαζί και άνοιξα δύο Dom Perignon. H μεγάλη άνθιση, όμως, άρχισε το 1996. Μέχρι τότε έκλεινα το μαγαζί κατά τις 1-2. Εκείνη την εποχή έπαιζαν στο Χάραμα οι Παίδες Εν Τάξει, και ο Βασίλης ο Κορδάτος ο μπουζουξής και μερακλής με έπαιρνε τηλέφωνο και μου έλεγε «Batman, μην κλείσεις, ερχόμαστε». Μετά ερχόντουσαν εδώ και έπαιζαν ντρούγκου ντρούγκου τα μπουζούκια. Έτσι, άρχισε να διαδίδεται ότι εδώ έπαιζαν οι Παίδες και ότι το κρατούσαμε μέχρι το πρωί.

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόσα ζευγάρια έχουν γνωριστεί εδώ;

Έχουν γίνει πολλά πράγματα εδώ, έχουν ερωτευτεί ζευγάρια, έχουν παντρευτεί. Τι να σου πω; Υπήρξε ζευγάρι που γνωρίστηκε στο μαγαζί και τη μέρα του γάμου τους ήρθαν στο Batman για να μοιράσουν μπομπονιέρες στον κόσμο ενώ οι καλεσμένοι τους περίμεναν στην Παιανία για να κόψουν την τούρτα.

Δεν συγκινείσαι με κάτι τέτοια;

Ε βέβαια συγκινείσαι. Νιώθεις ότι ακόμα έχεις λόγο ύπαρξης. Για μένα έτσι πρέπει να είναι τα μπαρ. Είναι κοινωνικοί χώροι. Δεν είναι άντε ν’ ανοίξουμε δυο χρόνια, ό,τι αρπάξουμε και να φύγουμε. Άντε πάμε στην Πλάκα, τη διαλύσαμε, πάμε στο Θησείο, στο Γκάζι, πάμε εδώ, πάμε εκεί. Είναι κάποιες ιστορικές περιοχές. Κλείνοντας ένα μαγαζί μένουν τρύπες, άδεια μαγαζιά. Είναι σαν νεκροταφεία. Καλό είναι να ανοίγουμε μαγαζιά στις γειτονιές μας. Γιατί όχι;

Ποια είναι η πιο όμορφη στιγμή που έχεις ζήσει στο μαγαζί; 

Ήταν ένα ζευγάρι που συναντήθηκε εδώ έπειτα από πολλά χρόνια. Ήταν 60ρηδες και είχαν να βρεθούν από την εφηβεία τους, που έκαναν την πρώτη τους σχέση. Ενώ έπαιζα παλιό rock and roll, ο τύπος σηκώνεται να πάρει ποτό, κοιτάζονται και της λέει «εσύ είσαι η Βέρα;» Τότε σηκώνονται όρθιοι, ρίχνουν ένα χορό και όλο το μαγαζί τους χειροκροτούσε. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς ξαναένιωσαν. Δάκρυσαν. Ήταν ξανά παιδιά. Τους έβλεπες σαν 17ρηδες.

Νιώθουν, πάντως, όλοι σαν στο σπίτι τους...

Έχει τύχει να φύγω ταξίδι για μία εβδομάδα στη Σκωτία και να αφήσω τα κλειδιά του μαγαζιού σε δυο φίλους πελάτες από τη γειτονιά και να τους πω «γλεντήστε, κάντε ό,τι θέλετε, απλά να ανανεώνετε την κάβα». Έλειψα μια εβδομάδα. Και σε πληροφορώ ότι βρήκα πολύ περισσότερα λεφτά απ’ ό,τι όταν ήμουν εγώ εδώ. Θυμάμαι ακόμα τα πρώτα 20 χρόνια, που κάθε Τσικνοπέμπτη έβγαζα στον δρόμο βαρέλια με μπίρες, έστηνα μια τεράστια ψησταριά, έφερνα καμιά 20αριά κιλά παϊδάκια και γινόταν της παλαβής. Ο κόσμος ήξερε ότι κάποια στιγμή θα τελείωναν τα κοψίδια και μετά από μία ώρα έφερνε τα δικά του κρέατα για να ψήσει.

Έχω ακούσει ότι σου αρέσει να λες ιστορίες για τα τραγούδια που παίζεις. Θα μοιραστείς μία μαζί μας;

Μου αρέσει η ιστορία για το Πού ’Σαι, Θανάση του Ζαμπέτα. Γράφτηκε για τον Θανάση Ευστρατιάδη, τον λαχαναγορίτη και μπαμπά του σκηνοθέτη Όμηρου Ευστρατιάδη. Ο Θανάσης ήταν ένας μερακλής που ήταν τρελός με τον Ζαμπέτα και σχεδόν πέντε φορές την εβδομάδα πήγαινε εκεί που έπαιζε. Και όταν τελείωναν τα μπουζούκια, τους μάζευε στο σπίτι του να φάνε μέχρι να πάει στη λαχαναγορά. Όμως, κάποια στιγμή εξαφανίστηκε. Τον χάσανε από την πιάτσα. Μαθαίνει, λοιπόν, ο Ζαμπέτας μετά από καιρό ότι ο φίλος του ο Θανάσης πέθανε, ότι ήταν άρρωστος και δεν το έλεγε σε κανέναν. Πιάνει τότε τον Χριστοδούλου και του λέει «γράψε, ρε, κάτι για τον φίλο μας τον Θανάση». Λίγους μήνες μετά, ο Χριστοδούλου παθαίνει ένα πολύ βαρύ έμφραγμα και μπαίνει στην εντατική. Και μες στην εντατική δίνει στη γυναίκα του ένα χειρόγραφο και της λέει «δώσ’ το στον Ζαμπέτα να το μελοποιήσει». Ήταν το τελευταίο τραγούδι που έγραψε προτού πεθάνει. Είχε επικρατήσει ότι το Πού ’Σαι, Θανάση το έλεγε για το χασίσι. Τέτοιες μαλακίες. Σκέφτομαι να μαζέψω όλες αυτές τις ιστορίες και να κάνω ένα πρόγραμμα «ένα τραγούδι – μια ιστορία».

Σου έχουν ζητήσει να κάνεις το μαγαζί franchise;

Ναι μωρέ, τι πάει να πει franchise; Σάμπως έχω κανένα copyright ή κανέναν τίτλο ευγενείας; Γιατί να το έκανα; Για να περνάω από εκεί και να λέω ότι είμαι και εγώ συνέταιρος; Κάποιο παλικάρι μου είπε προχθές ότι έχει ανοίξει στην Αθήνα κάποιο Batman. Του λέω «καλά». Μου κάνει «δεν σε ενοχλεί;» Του λέω «όχι. Άμα έχει ανοίξει με αυτή την επωνυμία καλά έκανε. Εγώ έτσι κι αλλιώς ούτε ταμπέλες δεν έχω. Αυτό το Batman πλανάται. Και μακάρι να αντιγράφουν το μοτίβο του μαγαζιού. Πολύ θα το ήθελα να ακούγονται όλα αυτά τα τραγούδια που έχουν γράψει σημαντικοί άνθρωποι. Για ποιον να πρωτοπώ; Για τον Τσιτσάνη; Τον Καζαντζίδη; Ή τον Χατζιδάκι; Γιατί ουσιαστικά εμείς βγάζουμε λεφτά από τον κόπο όλων αυτών των ανθρώπων.

Ποιος είναι ο πιο παράξενος άνθρωπος που έχεις γνωρίσει στο μαγαζί;

Ήξερα τον κύριο Νίκο τον σερβιτόρο. Όταν σχόλαγε στη μία η ώρα το βράδυ, έμπαινε μέσα και μέτραγε πόσα κορίτσια είχε το μαγαζί. Δεκαπέντε κορίτσια έβλεπε; Ε, πήγαινε με τα πόδια μέχρι το περίπτερο κοντά στον Σταυρό του Νότου και αγόραζε δεκαπέντε σοκολάτες για να τις μοιράσει σε όλα τα κορίτσια. Έτσι. Χωρίς να έχει σκοπό να τους κολλήσει. Και καμιά φορά έπαιρνε και καμιά-δυο παραπάνω, μήπως στο μεταξύ είχαν έρθει κι άλλες. Αυτό που έκανε ήταν παράξενο, αλλά ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος.

Αλήθεια, δεν κολακεύεσαι που έχεις την προσοχή όλης της Αθήνας; 

Μπα... Είναι αμφίδρομη η σχέση. Και εγώ τους προσέχω. Δεν μπορώ να νιώσω ότι είμαι κάτι διαφορετικό. Δεν το λέω από ταπεινότητα. Περνάω καλά, περνάει ο κόσμος καλά και είμαστε όλοι καλά. Αυτό είναι όλο.

Απωθημένα έχεις στη ζωή σου;

Όχι ακριβώς απωθημένα. Μπορείς να πεις ότι δεν έζησα καλά το μεγάλωμα των κοριτσιών μου. Γιατί όταν εγώ πήγαινα για ύπνο, τα παιδιά πήγαιναν στο σχολειό. Από πίσω ήταν μια γυναίκα που τα μεγάλωνε. Πάντα κάναμε πράγματα μαζί, αλλά ουσιαστικό χρόνο περάσαμε μετά τα δεκατρία-δεκατέσσερά τους χρόνια. Αλλά δεν το έχουν παράπονο, γιατί μεγάλωσαν πολύ τρυφερά. Έφευγαν πολλές φορές για το σχολείο και περνούσαν από εδώ να μου δώσουν ένα φιλί.

Αν έβλεπες ότι οι κόρες σου μεγαλώνοντας ακούν μουσική β΄ κατηγορίας θα απογοητευόσουν;

Ξέρεις πόσες οικογένειες ξέρω που ο μπαμπάς είναι Ολυμπιακός και οι γιοι είναι Παναθηναϊκοί; Θα ζούσα και με αυτό, τι να κάνουμε;

Έχεις γίνει μάρτυρας συγκλονιστικών σκηνικών; 

Ναι, αλλά δεν υπάρχει λόγος να μιλήσω. Γιατί όταν κάποιος κάνει κάτι μπροστά σου, σημαίνει ότι σε εμπιστεύεται. Και από τη στιγμή που σε εμπιστεύεται, είναι νόμος σιωπής. 

Για το μέλλον κάνεις σχέδια;

Ναι. Να αγοράσω την καινούργια Maserati... Τι σχέδια; Όπου σε πάει η ζωή. Δεν θέλει πολλά πράγματα ο άνθρωπος για να είναι χαρούμενος.

ΑΠΟ ΤΗ ΝΑΝΣΥ ΦΑΦΟΥΤΗ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΡΗΣ ΜΠΑΣΙΑΣ

Πηγή: Περιοδικό Down Town