Τα παιδιά είναι παιδιά και σε όποια ηλικία και να βρίσκονται πάντα θα κάνουν σκανταλιές, θα ξεφεύγουν από τα όριά τους και θα συμπεριφέρονται παρορμητικά. Πώς, όμως, εμείς οι μαμάδες θα μπορέσουμε να θέσουμε τα σωστά όρια συμπεριφοράς για να γλιτώσουμε από τον πονοκέφαλο και εν τέλει να καταφέρουμε να συνεννοούμαστε με το παιδί μας; Γι’ αυτό είναι εδώ η Μαίρη Τουντοπούλου, Παιδοψυχολόγος - Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού, MSc, για να μας μιλήσει λεπτομερώς για κάθε πτυχή της οριοθέτησης.
Τι εννοούμε όταν λέμε ότι πρέπει να βάζουμε όρια στα παιδιά μας;
Ίσως στο άκουσμα της λέξης «όριο» να σκεφτόμαστε κάτι αρνητικό και σκληρό. Όμως, στην πραγματικότητα, όριο σημαίνει πειθαρχία, μετάδοση αξιών και γνώσεων στα παιδιά, ώστε να μπορούν να ενσωματωθούν και να προσαρμοστούν στο περιβάλλον. Το να θέτουμε όρια στα παιδιά, δε σημαίνει ότι επιβάλλουμε τι να πουν ή πώς να συμπεριφερθούν, αλλά τους μαθαίνουμε πώς να αναγνωρίζουν τις παρορμήσεις τους, να επιλέγουν μόνα τους τη σωστή συμπεριφορά, ώστε να οδηγηθούν σταδιακά στην ανεξαρτησία και την αυτονομία τους μέσα από τις επιλογές τους.
Ποια είναι η σημασία τους για την ανάπτυξη του παιδιού μας;
Τα παιδιά καθώς μεγαλώνουν, ψάχνουν να βρουν τη θέση τους μέσα στην οικογένεια αλλά και την προσωπική τους ταυτότητα, αισθάνονται ανασφάλεια και για να νιώσουν ασφαλή, θέλουν να ξέρουν ότι βρίσκονται υπό την προστασία και την καθοδήγηση των γονέων τους.
Θέτοντας λοιπόν, όρια στα πλαίσια ενός υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος, βοηθάμε να αναπτυχθεί η υπευθυνότητα και η δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλίας στο παιδί, να μπορέσει να πειραματιστεί, έχοντας τους γονείς ως σημείο αναφοράς, ώστε στην πορεία να καταφέρει να αυτονομηθεί και να έχει τον έλεγχο του εαυτού του.
Τι γίνεται, λοιπόν, στην περίπτωση που δεν τα θέσουμε;
Στην περίπτωση που οι γονείς δε θέσουν όρια, τότε το παιδί αισθάνεται ανυπεράσπιστο και απροστάτευτο και αντιλαμβάνεται τον κόσμο ως απειλή και το γονιό ως ανίσχυρο να το προστατέψει. Έτσι, μπορεί να νιώθει δυστυχισμένο, αποθαρρυμένο, ανασφαλές και συχνά να εκδηλώνει προβλήματα στη συμπεριφορά του. Στο άλλο άκρο βέβαια, όπου το παιδί ζει και μεγαλώνει σε ένα υπερβολικά αυστηρό περιβάλλον, γεμάτο αυταρχικούς και υπερβολικούς κανόνες, δυσκολεύεται να αναπτύξει ενδιαφέροντα, κλίσεις και προτιμήσεις, έχει χαμηλό αίσθημα αυτοεκτίμησης και μπορεί μελλοντικά να εμφανίσει έντονα σημάδια ανυπακοής και αντίδρασης.
Όταν λοιπόν, οι γονείς θέτουν όρια, που είναι σταθερά και κατανοητά, τότε το παιδί μαθαίνει να γίνεται υπεύθυνο απέναντι στις κοινωνικές απαιτήσεις και να χτίζει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Διαμορφώνει ταυτότητα και καθαρή εικόνα για το ποιος είναι και τι ζητάει από τον εαυτό του. Ωριμάζει μέσα από συνθήκες αυτονομίας και ανεξαρτησίας, που οι γονείς του έχουν προσφέρει, και έτσι είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τους κανόνες της κοινωνίας ως ενήλικας.
Η οριοθέτηση είναι ωφέλιμη όμως και για την οικογένεια, καθώς είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση της ταυτότητας όλων των μελών της οικογένειας και συντελεί στο να υπάρχει ομαλότητα στην επικοινωνία, στις σχέσεις και στην αλληλεπίδραση, και στην άμεση αντιμετώπιση των δυσκολιών που προκύπτουν.
Σε ποια ηλικία ξεκινάμε να βάζουμε όρια;
Όσο πιο νωρίς θέτουμε όρια, τόσο το καλύτερο. Βέβαια, οι κανόνες που ορίζουμε θα πρέπει πάντα να είναι ανάλογοι με την ηλικία του παιδιού. Όσο νωρίτερα διδάξουμε σε ένα παιδί ποιοι είναι οι κανόνες που ισχύουν στο σπίτι, τόσο πιο εύκολα θα τους κατανοήσει και θα τους ακολουθήσει. Μετά τον πρώτο χρόνο είναι η κατάλληλη στιγμή να τεθούν τα πρώτα θεμέλια για τους κανόνες πειθαρχίας. Σ αυτή την ηλικία ωστόσο, το παιδί δρα κυρίως αυθόρμητα και συναισθηματικά. Δεν έχει την γνωστική ωρίμανση να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεών του. Σε αυτή την ηλικία, σε μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά του παιδιού η πιο αποτελεσματική αντίδραση είναι η άμεση καθοδήγηση στην επιθυμητή λύση, δηλαδή ο γονιός καλό θα ήταν να δείξει στο παιδί πώς θα ήταν μια εναλλακτική, θετική συμπεριφορά. Σε επικίνδυνες ο γονέας με σοβαρό ύφος θα πρέπει να εμποδίσει την επικίνδυνη συμπεριφορά ή να την διακόψει με αποφασιστικότητα, λέγοντας ένα σοβαρό «όχι» και στη συνέχεια να καθοδηγήσει το παιδί σε μια επιθυμητή συμπεριφορά. Ο δεύτερος χρόνος είναι ιδιαίτερα σημαντικός ως προς τη συνέπεια στην τήρηση των κανόνων. Είναι η ηλικία που τα παιδιά ξεκινάνε τις εκρήξεις και τα έντονα ξεσπάσματα, γι’ αυτό είναι χρήσιμο η θέσπιση ορίων να συνοδεύεται πάντα από μια εξήγηση για τους λόγους για τους οποίους τίθενται. Από 2 1/2 ετών ένα παιδί έχει μεγαλύτερη αίσθηση των συνεπειών των πράξεών του και μαθαίνει να ελέγχει τη συμπεριφορά του, να δέχεται κανόνες, να εκφράζει με υγιή τρόπο τα συναισθήματά του, να είναι σε θέση να αποφύγει κινδύνους και γενικότερα να γίνεται υπεύθυνο.
Μετά τον τρίτο χρόνο, οι βάσεις έχουν τεθεί, αλλά το παιδί τώρα διανύει τη φάση της αντίδρασης και συχνά ακούμε το «όχι» του. Αυτό που χρειάζεται σ’ αυτή τη φάση είναι η υπομονή, η αγάπη και η σταθερότητα σ’ αυτά που λέμε. Το παιδί τώρα πρέπει να είναι σε θέση να κατανοεί τι σημαίνει κοινωνική συμπεριφορά και ότι υπάρχουν κανόνες που πρέπει να ακολουθεί. Μέχρι την ηλικία των πέντε ετών μπαίνουν οι κανόνες για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Στην ηλικία των πέντε γνωρίζει (ή θα πρέπει να γνωρίζει) πως πρέπει να φέρεται και ποιες είναι οι επιπτώσεις των πράξεών του και μπορεί να διακρίνει το σωστό και το λάθος. Βέβαια, όσο μεγαλώνει το παιδί, τα όρια πρέπει να προσαρμόζονται συνεχώς ανάλογα με την ηλικία και τις δυνατότητες του παιδιού.
Είναι τελικά μία δύσκολη διαδικασία η οριοθέτηση;
Η οριοθέτηση δεν είναι μια εύκολη διαδικασία, που κατακτάται από τη μια μέρα στην άλλη. Ωστόσο, μια σχέση στέρεη και δυνατή, που τροφοδοτείται από το γονιό με αγάπη, αποδοχή, κατανόηση και τρυφερότητα προς το παιδί, είναι η καλύτερη βάση πάνω στην οποία μπορεί να στηριχτεί για να βάλει όρια. Αν η σχέση είναι δυνατή, ο θυμός από τις διενέξεις που αναπόφευκτα θα προκύψουν, θα εκτονωθεί σύντομα.
Τι γίνεται αν ο άντρας μου έχει διαφορετική άποψη για την οριοθέτηση;
Στη διαδικασία μάθησης των ορίων είναι σημαντικό οι γονείς να έχουν κοινή αντιμετώπιση και να παραμένουν συνεπείς και σταθεροί σ’ αυτά που ζητάνε. Παρά τις όποιες διαφορετικές απόψεις σχετικά με την ανατροφή του παιδιού τους, οι γονείς μέσα από τη συζήτηση και το διάλογο οφείλουν να είναι σύμμαχοι και να χρησιμοποιούν κοινή στάση απέναντι στη συμπεριφορά του παιδιού. Με σταθερότητα στην κοινή απόφαση και την κοινή αντιμετώπιση δείχνουν και στα παιδιά ότι ενδιαφέρονται και οι δύο το ίδιο και ότι έχουν την ίδια γνώμη. Επίσης, το ίδιο ισχύει και για όσους εμπλέκονται στη διαπαιδαγώγηση του παιδιού (π.χ. γιαγιά, παππούς), οι οποίοι θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με το ποια συμπεριφορά είναι μη επιτρεπτή και τον τρόπο αντιμετώπισης που έχουν επιλέξει οι γονείς.
Πώς, δηλαδή, θα ξεκινήσουμε σε πρώτη φάση στην πράξη την οριοθέτηση;
Ο γονιός θα πρέπει σε πρώτη φάση να οργανώσει μαζί με το παιδί το καθημερινό του πρόγραμμα και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον υποστηρικτικό ώστε να του παρέχει ασφάλεια, ελευθερία λόγου και κινήσεων. Οι κανόνες, αλλά και οι συνέπειες θα πρέπει να συζητούνται με το παιδί, να του εξηγείται ο λόγος που επιβάλλονται, έτσι ώστε να είναι σαφές ποια είναι η επιτρεπτή συμπεριφορά και ποιες οι συνέπειες σε αντίθετη περίπτωση. Είναι καλό να δίνεται στο παιδί η δυνατότητα να λειτουργήσει και να κάνει επιλογές στα πλαίσια ορίων, χωρίς να του επιβάλλεται κάτι συγκεκριμένο χωρίς ελευθερία επιλογής.
Ποιες θα είναι οι συνέπειες όταν το παιδί ξεφεύγει από την επιτρεπτή συμπεριφορά;
Οι συνέπειες θα έχουν προσυμφωνηθεί και καλό είναι να συμβολίζουν κάτι που να μπορεί να πραγματοποιηθεί και να μην υπόκεινται σε απειλές (π.χ. η μαμά θα φύγει) και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να σχετίζονται με συμπεριφορές που αφορούν στην αγάπη και στην γονική φροντίδα, γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει ανασφάλεια και προβλήματα με την αυτό-εικόνα του παιδιού. Επίσης, οι συνέπειες από την μη τήρηση των ορίων πρέπει να είναι άμεσες και όχι καθυστερημένες.
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάνε οι γονείς είναι ότι οι κανόνες και οι συνέπειες, θα πρέπει να είναι σταθερά, διαφορετικά το παιδί μαθαίνει ότι με κάποιο τρόπο μπορεί να τα παρακάμψει, γεγονός που θα κάνει την οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια των γονιών για τη θέσπιση ορίων πιο επώδυνη και για τους ίδιους και για το παιδί. Επίσης, τα όρια πρέπει να είναι ξεκάθαρα, συγκεκριμένα και να εκφράζονται με σαφήνεια, ώστε το παιδί να ξέρει ακριβώς ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή και ποια όχι, καθώς και πότε, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες αναμένεται μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Η συζήτηση των ορίων είναι σωστό να γίνεται όταν οι γονείς είναι ήρεμοι , έχουν την προσοχή του παιδιού και δεν υπάρχει ένταση στο σπίτι.
Η σωστή προσέγγιση προβλέπει την ενθάρρυνση, την ανταμοιβή και την επιβράβευση των σωστών συμπεριφορών. Ο γονέας οφείλει να επιβραβεύει και να ενθαρρύνει κάθε φορά που το παιδί κάνει κάτι μέσα στα όρια σωστής συμπεριφοράς που έχουν θέσει. Επίσης, σε περίπτωση που το παιδί παραβεί τους κανόνες σωστό θα ήταν ο γονιός να προσπαθήσει να του δείξει ότι αυτό που απορρίπτει είναι η πράξη του και όχι το ίδιο το παιδί, π.χ. δεν θα πρέπει να πει «είσαι κακό παιδί», αλλά «αυτό που έκανες είναι κακό».
Υπάρχει κάτι άλλο που θα πρέπει να προσέξουμε σαν γονείς;
Τα όρια επίσης, πρέπει να συμβαδίζουν με την ηλικία του παιδιού. Όσο πιο μικρό το παιδί, τόσο πιο σύντομοι, ξεκάθαροι και απλοί θα πρέπει να είναι οι κανόνες. Αν πρόκειται για νήπιο, οι γονείς καλό είναι να προσπαθήσουν να στρέψουν την προσοχή του σε μιαν άλλη δραστηριότητα. Αν αυτό δεν φέρει αποτέλεσμα, ίσως χρειαστεί να το απομακρύνουν μόνοι τους. Για ένα παιδί μεγαλύτερο των δύο ετών, η πειθαρχία πρέπει πάντοτε να περιλαμβάνει την εξήγηση γιατί πρέπει να τηρούνται κάποιοι κανόνες, διαφορετικά όταν στο παιδί δίνονται απαγορεύσεις χωρίς τις αντίστοιχες διευκρινήσεις το παιδί νιώθει ότι υποτιμάται και αυτό μπορεί να το θυμώνει ή να το κάνει αντιδραστικό στους κανόνες. Επίσης, καλό είναι να αφήνουν το παιδί να πει την άποψή του και να κάνουν προσπάθεια για διάλογο, καθώς έτσι θέτουν θεμέλια για να διαμορφώσουν ένα παιδί αυτόνομο, με ελευθερία βούλησης, που δεν θα αποφεύγει τις συζητήσεις με τους γονείς.
Αυτό που θα πρέπει να έχουν οι γονείς κατά νου είναι ότι το παιδί μαθαίνει από τις πράξεις και όχι από τα λόγια. Επομένως, το προσωπικό παράδειγμα αποτελεί «μοντέλο» προς μίμηση για το παιδί, γι’ αυτό καλό είναι να δοκιμάζουν να βοηθήσουν το παιδί να ελέγξει τον εαυτό του ή να βρει τρόπους να αντιμετωπίσει μια κατάσταση, δίνοντάς του παραδείγματα από τη δική τους συμπεριφορά. Και εννοείται ότι στην περίπτωση που τύχει να χάσουν τον έλεγχο και παραφερθούν, δεν τελείωσαν όλα. Κανένας δεν είναι τέλειος, αλλά τον τιμά περισσότερο το να το αναγνωρίζει και να παραδέχεται τα λάθη του, γιατί έτσι γίνεται καλύτερος. Μπορούν λοιπόν, να ζητήσουν συγνώμη εάν έκαναν κάποιο λάθος, κι έτσι θα αποτελέσουν καλό πρότυπο για το παιδί και θα κερδίσουν περισσότερο το σεβασμό του.
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είναι όλα τα θέματα το ίδιο σημαντικά, γι’ αυτό θα πρέπει να προσδιορίσουν ποια επιδέχονται διαπραγμάτευση και ποια όχι. Θα πρέπει να διαχωρίσουν τα θέματα και να ασχολούνται με κάποια και όχι με όλα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύουν να καταλήξουν να κάνουν κήρυγμα και να γίνουν κουραστικοί, με αποτέλεσμα το παιδί ή να γίνει αντιδραστικό ή να απομονωθεί και να διαταραχθεί η σχέση τους μαζί του. Άλλωστε, υπάρχουν όρια που το παιδί δείχνει ότι πρέπει να τα καταργήσουν ή να τα διευρύνουν, για να ανταποκριθούν στην έμφυτη ανάγκη του να γνωρίσει τον κόσμο.
Επιπλέον, καλό είναι να θυμούνται οι γονείς ότι η βάση για να δεχθεί ένα παιδί το «όχι» και να αποδεχθεί το όριο, είναι το «ναι». Τα παιδιά συνεχώς δοκιμάζουν και αναπτύσσουν τις ικανότητές τους και όταν προσπαθούν συνεχώς να τους απαγορεύσουν κάτι, δεν μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν σωστά τον κόσμο. Έτσι, αντί να προβούν στην απαγόρευση, μπορούν να του προτείνουν άλλες εναλλακτικές, από τις οποίες θα έχει τη δυνατότητα επιλογής.
Τέλος, οι αναφορές των γονιών θα πρέπει να εστιάζουν στο παρόν κι όχι σε προηγούμενες συμπεριφορές και γενικεύσεις. Έτσι, φράσεις του τύπου «…και την περασμένη φορά τα ίδια έκανες ή«…ποτέ δεν θα αλλάξεις!» το μόνο που μπορεί να προσφέρουν στο παιδί είναι να νιώσει απόρριψη, απογοήτευση, ντροπή, χαμηλή αυτοεκτίμηση, θυμό και να μην έχει διάθεση να ξαναπροσπαθήσει.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες, οι γονείς καλό θα είναι να επενδύσουν λίγο κόπο και χρόνο στη θέσπιση και εφαρμογή των ορίων, γνωρίζοντας ότι τα καλά όρια πλάθουν ευτυχισμένα και υπεύθυνα παιδιά με επιλογές και συναισθηματική ασφάλεια, ικανούς και ολοκληρωμένους ενήλικες, οι οποίοι καθώς μεγαλώνουν θα έχουν περισσότερες ευθύνες, αλλά και περισσότερα δικαιώματα.