Οι θρύλοι του ελληνικού κινηματογράφου μίλησαν στο περιοδικό DownTown, στο τεύχος του Μαΐου. Πως είναι σήμερα οι ζωές των αιώνιων εφήβων;
Απόδειξαν ότι το κοινό πάντα υποκλίνεται στη διάρκεια, στην αντοχή και στη δύναμη να πολεμάς τον χρόνο και να τον κερδίζεις. Το να αντέχεις για πάνω από πέντε δεκαετίες στην πρώτη γραμμή αποδεικνύει το αυτονόητο, ότι είσαι ζωντανός θρύλος.
Κώστας Βουτσάς
«Μη με αναφέρεις ως legend. Θρύλο θα με πεις όταν αποσυρθώ. Εγώ είμαι ακόμα μάχιμος». Από το 1953 που πρωτοεμφανίστηκε στην ταινία Ο Μπαμπάς Εκπαιδεύεται έως σήμερα παίζει ασταμάτητα. Κατήφορος, Μερικοί το Προτιμούν Κρύο, Οι Θαλασσιές οι Χάντρες, Ο Φίλος μου ο Λευτεράκης, Νύχτα Γάμου, Αγάπησα μια Πολυθρόνα, τι να πρωτοθυμηθείς; 92 κινηματογραφικές ταινίες γεμάτες Κώστα Βουτσά, μαυρόασπρες και έγχρωμες, με τους ρόλους κομμένους και ραμμένους στα μέτρα του τεράστιου ταλέντου του και με ατάκες που δεκαετίες μετά παραμένουν το ίδιο φρέσκες. Και παράλληλα, πολλή τηλεόραση και ακόμα περισσότερο θέατρο. Και μόνο κωμωδίες. «Θέλω να κάνω τον κόσμο να γελάει, να διασκεδάζει, να περνάει ωραία μαζί μου». Μέχρι τις 3 Μαρτίου έλαμπε στο σανίδι στα Χτυποκάρδια στο Θρανίο. Την επόμενη μέρα, ξεκίνησε τις πρόβες για το καλοκαίρι. «Θα παίζω στο Λαμπέτη επτά μέρες την εβδομάδα. Τις μισές μέρες θα παίζω στο έργο του Λευτέρη Παπαπέτρου, Ρωμαίος και Ιουλιέτα 80 χρονών, και τις άλλες μισές σε μια γαλλική κωμωδία». Μα δεν κουράζεται; «Κούραση καλέ είναι το θέατρο; Εγώ κουράζομαι μόνο όταν κάθομαι», μου λέει και συνεχίζει: «Το θέατρο είναι ανάγκη για μένα, είναι η ζωή μου. Και έχω πολλά πράγματα ακόμα να πω. Είμαι νέος ακόμα. 87 χρονών».
Μάρω Κοντού
Ψηλή, όμορφη, με αριστοκρατική φυσιογνωμία, αυθεντική κυρία του παλιού ελληνικού σινεμά. Αλίμονο στους Νέους, Η Δε Γυνή να Φοβείται τον Άντρα, Μια Ιταλίδα στην Κυψέλη, δεκάδες ταινίες στα τέλη των 60s - αρχές των 70s με τον Κωνσταντάρα. Το όνειρό της να γίνει χορεύτρια ματαιώθηκε από την ανάγκη να δουλέψει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Επέλεξε το θέατρο. Όταν ο Χορν αναζητούσε μια νεαρή Μελίνα Μερκούρη για να συνεργαστούν, εκείνη του χτύπησε την πόρτα απρόθυμα. «Μου άνοιξε ένας αδύνατος νεαρούλης με κοντομάνικο πουκάμισο. Δεν έμοιαζε με τον γίγαντα που είχα δει στο θέατρο. Μόνο το έντονο βλέμμα του μπορούσα να αναγνωρίσω». Την έχρισε θεατρική πρωταγωνίστρια κατευθείαν, με το Ρομανσέρο, το 1959. Από τότε, η Μάρω Κοντού δεν ξανακατέβηκε από το σανίδι. Πιο πρόσφατη θεατρική εμφάνιση, το φετινό Χτυποκάρδια στα Θρανία. Ηθοποιός κατά βάση του εμπορικού, παραδέχεται ότι θα ήθελε να δοκιμαστεί και σε άλλους ρόλους, διαφορετικούς. «Δεν σνομπάρω κανένα θεατρικό είδος», μου εξηγεί. «Αλλά αγαπώ την κωμωδία και την επιθεώρηση, που είναι τα πιο δύσκολα είδη». Είδη που τα παίζει στα δάχτυλα εδώ και τόσες δεκαετίες και λούζεται με το ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού. Η Μάρω Κοντού είναι χορτασμένη και απόλυτα φιλοσοφημένη. Το θέατρο δεν είναι πια ανάγκη για εκείνη. «Έχω ξεπεράσει πια το εγώ μου και δεν με ενδιαφέρει πλέον η προβολή. Είμαστε όλοι περαστικοί σ’ αυτήν τη ζωή». Όχι όλοι. Κάποιοι έρχονται για να παραμείνουν στη μνήμη μας.
Νίκος Γαλανός
Τον ανακάλυψε η Καρέζη, αλλά έγινε ο παρτενέρ της Αλίκης στις 70s ταινίες της. Τη δεκαετία του ’60 οι ηθοποιοί ήταν οι rock stars του καιρού τους και ο Νίκος ήταν ο σοφιστικέ, εστέτ, κομψός αλλά επαναστατημένος και στυλιζαρισμένος νέος, στον αντίποδα του Γιάννη Παπαμιχαήλ και του Νίκου Κούρκουλου - αλλά και ο Χούλιο Μπαλμάς στην ταινία Η Ρένα Είναι Οφ-Σάιντ. «Εκεί περπατούσα στους δρόμους και έβγαιναν από τα μπαλκόνια και με φώναζαν Χούλιο». Όλα ξεκίνησαν όταν έκανε οντισιόν το 1968 για έναν μικρό ρόλο στην ταινία Λεωφόρος του Μίσους και ο Φώσκολος τον είδε και του είπε: «Μου κάνεις, αλλά για τον ρόλο του πρωταγωνιστή». Ο Φίνος είδε την ταινία και αμέσως τον κάλεσε στο γραφείο του. «Μου αρέσεις πολύ», του είπε. «Σε θέλω στην εταιρεία. Αν συμφωνείς, ανέβα πάνω να υπογράψεις συμβόλαιο για έξι χρόνια». «Και το έκανα», λέει ο ίδιος σήμερα. «Και έτσι έγινα ο τελευταίος ζεν πρεμιέ που έβγαλε ο Φίνος το 1968». Κύματα από θαυμάστριες, εκδηλώσεις υστερίας, πόστερ, κοριτσάκια και γυναίκες που έτρεμαν όταν τον έβλεπαν. «Ποτέ δεν είχα απαιτήσεις ή εξτρίμ συμπεριφορές. Δεν μου πήγαινε ως χαρακτήρας. Ο κόσμος τότε μας μπέρδευε με τους ρόλους. Επειδή έκανα πολλούς πλούσιους, νόμιζαν ότι ήμουν πλούσιος και έρχονταν και μου ζητούσαν χρήματα. Ήταν μια ωραία εποχή. Αλλά η σημερινή είναι καλύτερη. Δεν αναπολώ, δεν νοσταλγώ, δεν έχω καν παλιές φωτογραφίες στο σπίτι μου. Ούτε τις ταινίες μου δεν βλέπω».
Μαρία Ιωαννίδου
Έχει μείνει στην ιστορία σαν το ανάλαφρο κορίτσι του ελληνικού κινηματογράφου, η «τσιχλόφουσκα», η αιώνια έφηβη. Και φυσικά, ως η γυναίκα που έζησε μια μυθιστορηματική ζωή στο πλάι του Βαγγέλη Σειληνού και του Φρέντυ Γερμανού. Μια Ελληνίδα στο Χαρέμι, Μικροί και Μεγάλοι εν Δράσει, το Πιο Λαμπρό Αστέρι είναι μερικές μόνο από τις πιο εμπορικές ταινίες που συμμετείχε, οι οποίες την έκαναν να κυκλοφορεί με βαλίτσες γεμάτες αυτόγραφα. Τη Μαρία Ιωαννίδου την ανακάλυψε ο Μιχάλης Κακογιάννης, στα έξι της χρόνια, ενώ την επέλεξε ο Γιάννης Δαλιανίδης γιατί, όπως λέει, «μασούσε ωραία την τσίχλα». Ο Σειληνός, όμως, της άλλαξε τη ζωή. «Όταν με είδε μου είπε “θα μεγαλώσεις λίγο και θα σε κάνω παρτενέρ και γυναίκα μου”. Εκεί έγινα φίρμα». Η Μαρία Ιωαννίδου είναι ασταμάτητη, αφού πρόσφατα συμμετείχε στο θεατρικό Μαριχουάνα Stop!, παίζει στο σίριαλ Μην Ψαρώνεις, του ANT1, γράφει το δεύτερο βιβλίο της με τίτλο Άνω Τελεία και διαπραγματεύεται την κινηματογραφική μεταφορά του πρώτου, του Σουίτα 1610. «Πού βρίσκω την ενέργεια; Η γενιά μου είχε μια νοσηρή αγάπη για τη δουλειά και η ζωή μας ήταν η καλλιτεχνία. Γι’ αυτή στερήθηκα ταξίδια, ανθρώπους, δεν έκανα παιδιά», λέει στην προσπάθειά της να δείξει γιατί το πάθος της δεν έσβησε ποτέ. Όσο για το μέλλον, θα ήθελε να ταξιδέψει στον κόσμο και να παίξει Τένεσι Ουίλιαμς και Τσέχοφ.
Γιώργος Κωνσταντίνου
Έχει πρωταγωνιστήσει σε επικές ελληνικές ταινίες, ανάμεσά τους και εκείνες που έχει γράψει ο ίδιος: Η Δε Γυνή να Φοβήται τον Άντρα, Ξύπνα Βασίλη, Γάμος αλά Ελληνικά, Καλώς Ήρθε το Δολάριο. Η παρουσία του ήταν ηχηρή και στην τηλεόραση, με σειρές που έχει υπογράψει. Πάνω απ' όλα, όμως, για εκείνον υπάρχει το θέατρο. Επί 60 χρόνια αλωνίζει στη σκηνή μεταπηδώντας με ευελιξία από την επιθεώρηση και την κωμωδία στους σοβαρούς ρόλους ρεπερτορίου και αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές κάθε φορά. Αμπιγιέρ, Άθλιοι, Ο Ηλίθιος, Ειρήνη, Εκκλησιάζουσες και τόσα άλλα. «Εκείνο που έχει μεγάλη σημασία δεν είναι τι θα παίξεις πάνω στη σκηνή, αλλά πώς θα το παίξεις και πόσο το πιστεύεις. Αυτό που έκανα το έκανα γιατί ήθελα να το κάνω, γιατί το πίστευα, ανεξαρτήτως αν διαφωνούσα με την επιθεώρηση, με το είδος, με το έργο. Εγώ όμως έπρεπε να το υπηρετήσω από μέσα μου, αληθινά, με την ψυχή μου». Τον φετινό χειμώνα ήταν ένας γερο-Κρητικός έξω καρδιά στη Νεράιδα και στο Παλικάρι. Το καλοκαίρι θα συμμετάσχει στην άτιτλη ακόμα υπερπαραγωγή των Ρέππα - Παπαθανασίου στο Παρκ. Τον επόμενο χειμώνα θα παίξει στη Δασκάλα με τα Χρυσά Μάτια, του Μυριβήλη. Και στο μέλλον ονειρεύεται να παίξει και άλλους μεγάλους ρόλους: «Νιώθω ότι μπορώ να κάνω πολύ καλά οποιονδήποτε ρόλο της ηλικίας μου. Νιώθω ότι θα τον κατάφερνα, θα τον κατάπινα». Γιατί τα πάντα τα κάνει με την ψυχή του. Και το τεράστιο ταλέντο του.
Συνέντευξη: Μαριλού Πανταζή, Πάνος Ζόγκας, Νάνσυ Φαφούτη
Φωτογράφιση: Κοσμάς Κουμιανός