Οι νέες ταινίες έφτασαν στους κινηματογράφους και ο Τάσος Θεοδωρόπουλος κάνει μέσα από το περιοδικό DownTown και το FollowMe.gr την κριτική του!
Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ / AH – GA - SSI
«Γδύσου» και μπες στον κόσμο της με δική σου ευθύνη
H φράση «αντικειμενική κριτική» είναι από τις μεγαλύτερες μαλακίες που μπορείς να ακούσεις. Ότι δηλαδή εγώ που γράφω δεν το φιλτράρω από μέσα μου, αλλά παίρνω απόσταση σαν Σαμάνος σε έκσταση. Για να ξεμπερδεύομαι, αντικειμενικός δεν είμαι, Σαμάνος σε Έκσταση όμως γίνομαι σχεδόν με όλες τις ταινίες του κορεάτη Park Chan Wook. Ναι, του συγχωρώ ακόμα και το αγγλόφωνο «Stoker» με την Kidman, τι να σου κάνω που στην εικόνα είμαι εστέτ και δεν πάει να μου έχεις τρύπα Έμενταλ στο σενάριο και να σου έχει ξεφύγει από παντού, αν μου χαρίσεις ατμόσφαιρα, μπαροκ μοντερνιά, αίμα και κάμερα που ρέει σαν καπνός από αρωματικό λιβάνι, με κέρδισες. Όλα τα παραπάνω υπάρχουν στην «Υπηρέτρια» που ευτυχώς δεν είναι «Stoker». Ούτε «Old Boy» που λατρέψαμε. Είναι ένας αγαπημένα οικείος αλλά ταυτόχρονα και εντελώς καινούργιος όσον αφορά τις περιοχές περιπλάνησης του σκηνοθέτης, σε απίστευτη ασυγκράτητη έμπνευση μεθυσμένου ερωτισμού, στιλπνής αλλά ξυραφένιας διάθεσης, μεταφυσικού ‘χασίματος’, σαδομαζοχιστικής ποίησης, γοτθικού αλά ιαπωνικά, τραγικού ρομάντζου εποχής, και σαπουνοπερικής υπερβολής αναβαθμισμένης σε μπα - ροκ όπερ. Εμπνευσμένος από το βιβλίο «Fingersmith» της Sarah Waters, ο Wook μεταφέρει τη δράση από την Βικτωριανή Αγγλία στην Ασία της δεκαετίας του 30 πετυχαίνοντας με αυτή την κίνηση τη δημιουργία μιας σχιζοφρενικής εικόνας, στην οποία αισθάνεσαι με ανησυχία, ότι κάτι δεν κολλάει, κάτι δεν πάει καλά, κάτι που ενισχύεται από την αλά «Ρασομόν» αμφισβήτηση της αλήθειας όσων βλέπουμε, μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, φαντασίες κι ερωτικές επιθυμίες, συν μια Τζέιν Έιρ ντυμένη με δερμάτινα και μαστίγιο. Η σιγουριά στον χειρισμό του υλικού του αγγίζει τα όρια της επηρμένης πρόκλησης όσον αφορά το φλερτ του με την υπερβολή, την ειρωνεία και αυτό που θα μπορούσσε να γίνει εύκολα γελοίο, γι αυτό και στο επιδεικνύει τεστάροντας τις προσλαμβάνουσές σου. Με την Κορέα να βρίσκεται κάτω από την Ιαπωνική κατοχή, η Κορεάτισα «ηρωίδα», με πτυχίο στον υπόκοσμο προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια από μια φιλάσθενη ιαπωνίδα αριστοκράτισσα. Απώτερος σκοπός, είναι ο Κόμης, αρχηγός της ομάδας των ντικενσιανών παρανόμων στην οποία ανήκει η πρωταγωνίστρια να παντρευτεί την πλούσια Χιντέκο και να την κληρονομήσει. Ούτε όμως η αθώα Χιντέκο είναι όμως αυτό που φαίνεται εφ’όσον από τη μία είναι ταγμένη για παντρειά στον διεστραμμένο θείο της που κι αυτός εποφθαλμιά τα χρήματά της, απ’ την άλλη δεν περηφανεύεται για το dna της στοιχεία του οποίου μοιράζεται με μια θεία της που τρελάθηκε, κρεμάστηκε από μια κερασιά και πλέον περιφέρεται σαν φάντασμα. Όταν όλοι αυτοί γίνουν μια ωραία ατμόσφαιρα σε ένα φονικό ερωτικό πόκερ που θα ζήλευε ο Μαρκήσιος ντε Σαντ κρατώντας γυναικείες ρόγες σε τσοπ στικς, ο Wook απλά θα αφήσει σοφά το υλικό του να τον καθοδηγήσει χωρίς να του προβάλλει καμία αντίσταση. Παίζοντας κινηματογραφικά με την ψευδαίσθηση που οι δικές σου επιθυμίες δημιουργούν για την ρεαλιστική «μετάφραση» της οπιούχας εικόνας, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό να γίνει.
BAΘΜΟΛΟΓΙΑ: A (Το παιχνίδι της αποπλάνησης, έχει νέους κανόνες)
INFERNO
Μετά τον Ντα Βίντσι, Δάντη ήρθε η ώρα σου
Το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις διασκευάζοντας ένα βιβλίο για τον κινηματογράφο, είναι το να μείνεις εντελώς, σχεδόν λέξη προς λέξη, πιστός στο βιβλίο. Να αφαιρέσεις εκ των πραγμάτων, λόγω περιορισμένου χρόνου, πράγματα τα οποία δεν φροντίζεις να καλύψεις το δραματουργικό και επεξηγηματικό κενό τους με κάποιο δικό σου εύρημα και να κάνεις μόνο μία επέμβαση: ένα φινάλε, ακριβώς πιο πολύ δε γίνεται, αντίθετο με αυτό που φαντάστηκε ο συγγραφέας, αλλοιώνοντας την ουσία και τον προβληματισμό του. Δυστυχώς, ο έμπειρος σεναριογράφος David Koepp (Υπόθεση Καρλίτο, Jurassic Park) κάνει ακριβώς όλα τα παραπάνω. Το δεύτερο χειρότερο είναι να προσλάβεις σαν συμπρωταγωνίστρια, τη Felicity Jones. Καταστρέφει με τόσο σχεδόν διεστραμμένα απολαυστικό τρόπο κάθε σκηνή που εμφανίζεται, που αν ήμουν ο ικανότατος σκηνοθέτης Ron Howard ή ο Τοm Hanks πραγματικά θα την είχα ταράξει στα χαστούκια. Το κακό στη μεταφορά του τέταρτου βιβλίου του Dan Brown με τις περιπέτειες του καθηγητή Λάνγκντον τριτώνει, με την εμπιστοσύνη που ο σκηνοθέτης δείχνει στα ψηφιακά εφέ. Επιφανειακά, σαν εικονογράφηση των παραισθήσεων του ήρωα με έμπνευση τον Χάρτη της Κολάσεως που ζωγράφισε ο Botticelli για την Κόλαση του Dante, είναι εντυπωσιακά. Όταν όμως επαναλαμβάνονται για δεύτερη και τρίτη φορά, αρχίζουν να αποκαλύπτουν μια κομπιουτερίστικη πλαστικούρα που σε ξενερώνει. Σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, έχουμε το ίδιο το φαινόμενο Dan Brown ως συγγραφέα-φαινόμενο, μετά τον Κώδικα Ντα Βίντσι να διχάζει. Λογοτέχνη δεν τον λες με την καμία. Οι σελίδες του μοιάζουν με προσχέδιο σεναρίου και δεν είναι τυχαίο πως ύστερα από τέσσερα βιβλία δεν έχει καταφέρει να δώσει σάρκα και οστά στον ήρωά του, με αποτέλεσμα να προκύπτει το ίδιο άοσμος και κινηματογραφικά. Μολονότι πολλοί του ασκούν σκληρή κριτική, δεν μπορείς να αγνοήσεις τη μεγάλη μελέτη που κάνει προκειμένου να δημιουργήσει τους συναρπαστικούς γρίφους του, ούτε το γεγονός του ότι φέρνει σε επαφή ένα τεράστιο κοινό, με κορυφαίες στιγμές της τέχνης και της ιστορίας, πιθανότατα καλλιεργώντας τους το ενδιαφέρον για περαιτέρω γνώσεις. Το πρόβλημα είναι πως τα βιβλία του, αν και δεν στερούνται φυσικής δράσης, βασίζονται στη λεκτική επεξήγηση, που είναι αδύνατον να μεταφραστεί κινηματογραφικά χωρίς την αντικινηματογραφική κατάχρηση διαλόγων. Ένα δεύτερο πρόβλημα, το ότι πλέον έχει χαθεί το στοιχείο της έκπληξης. Αυτή τη φορά οι γρίφοι του μοιάζουν βεβιασμένοι, σαν να θέλει κάποιος να πάει από Αθήνα στον Πειραιά μέσω Θεσσαλονίκης. Μεταφορικά και κυριολεκτικά, αφού το επιθυμητό είναι να περιπλανηθεί η χορταστικά καρτποσταλική κάμερα από όσα περισσότερα μέρη και μνημεία γίνεται. Φλωρεντία, Βενετία, Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, ο Brown αυτή τη φορά σοβαρεύει τα πράγματα, προσπαθώντας να κολυμπήσει στα θολά ηθικά νερά του προβληματισμού για τον υπερπληθυσμό, τη βιοτρομοκρατία και την υπαρκτή θέση βιολόγων οι οποίοι υπερασπίζονται τον έλεγχο της αναπαραγωγής του πληθυσμού ακόμα και με τεχνητή δημιουργία ασθενειών με σκοπό την αντιμετώπιση της αναπόφευκτης κατ’ αυτούς καταστροφής του οικοσυστήματος του πλανήτη. Όλα αυτά μαζί, με τον Λάνγκτον να ξεκινάει τη νέα του περιπέτεια έχοντας χάσει το βασικό του όπλο, τη μνήμη του, εφ’ όσον ξυπνάει τραυματισμένος στο κεφάλι σε ένα νοσοκομείο χωρίς να θυμάται τίποτα και μπλέκει σε μια πλοκή που περιλαμβάνει όλα τα παραπάνω, αυτή τη φορά με μερικές εξώφθαλμα τζεϊμσμποντικές, αταίριαστες στο ύφος της ταινίας, λύσεις στην πλοκή.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: Γ (Άλλο ταινία για ιό και άλλο ταινία με ιό)
Μας έπρηξες με τις Κάννες σου
H AΠΟΦΟΙΤΗΣΗ / ΒΑCALAUREAT
Για να είμαι τίμιος στη μεταξύ μας σχέση, να ξεκαθαρίσω ότι ποτέ μου δεν έπαθα πλάκα με το νέο ρουμάνικο σινεμά όταν έκανε το μεγάλο μπαμ και έγινε καλλιτεχνικό κίνημα της μόδας στους χώρους των κριτικών μετά τον Χρυσό Φοίνικα στον Cristian Mungiu για το 4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες, το 2007. Όπως δεν παθαίνω πλάκα με τις επιβεβλημένες καλλιτεχνικές ομάδες από ένα κονκλάβιο εκλεκτών, τύπου για πέντε χρόνια έχουμε μόδα το ιρανικό, για άλλα 5 το κορεάτικο, με το καλό να ανακαλύψετε και το σινεμά της Ζιμπάμπουε για να έχετε λόγο ύπαρξης. Ο Mungiu συνέχισε τον θρίαμβό του στην Κυανή Ακτή με βραβείο Σκηνοθεσίας και Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας για το υπερβαρετό Πίσω από τους Λόφους το 2012, ενώ φέτος το φλερτ του με τους Φοίνικες συνεχίστηκε σκανδαλωδώς πλέον, σε σημείο που από φλερτ έγινε παρτούζα, κερδίζοντας πάλι το Βραβείο Σκηνοθεσίας για το Πράγμα, που σημαίνει ότι όλοι οι κριτικοί πρέπει να πάρουμε γραμμή και να υποκλιθούμε. Μωρέ πριτς. Το γεγονός τού ότι ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης έχει συγκεκριμένο στυλ, αναμφισβήτητες ικανότητες και, αν μη τι άλλο, ξεκάθαρο στόχο και τρόπο προσέγγισης είναι υπέρ του, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ταιριάζουν σαν ρούχο ή πρέπει να ταιριάζουν σαν ρούχο σε κάθε θεατή. Αυτή τη φορά έχει στα χέρια του μια υπερφορτωμένη ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι υλικό απολαυστικής σαπουνόπερας ή ψυχολογικού θρίλερ. Ο Mungiu όμως έχει πετριά με την έννοια της αλληγορίας, κι έτσι για άλλη μια φορά ό,τι βλέπουμε μέσα στην ομίχλη και την καταχνιά είναι ένας καθρέφτης της σύγχρονης ρουμανικής πραγματικότητας. Πόσο βαρετό όμως πια αυτό το πράγμα. Ο Ρομέο είναι γιατρός στην Τρανσυλβανία, παντρεμένος με τη Μάγδα που την έχει λίγο στο γράψιμο, εφόσον οι προτεραιότητές του αφορούν στην πολυαγαπημένη κόρη του Ελίζα, την ερωμένη του Σάντρα, που είναι δασκάλα στο σχολείο της Ελίζα, έχει έναν γκαγκά γιο που κυκλοφορεί φορώντας μια μάσκα και τη μητέρα του η οποία πνευματικά και σωματικά έχει πάρει τον κατήφορο. Αν δεν μπούκωσες μέχρι εδώ, να σε ενημερώσω πως κάποιος πετάει τούβλα στα παράθυρά του σπιτιού του Ρομέο, του σπάει το τζάμι του αμαξιού και η κόρη του Ελίζα που είναι πανέτοιμη για σπουδές στη Βρετανία και έχει έναν γκόμενο που φοβάται πως θα τη χάσει, πέφτει παραλίγο θύμα βιασμού. Αυτό θα φρικάρει εντελώς τον μπαμπά Ρομέο, όσον αφορά στον αντίκτυπο που η εμπειρία της Ελίζα μπορεί να έχει στις εξετάσεις που θα της εξασφαλίσουν το εισιτήριο για το εξωτερικό. Απλό, απλούστατο. Εκμεταλλεύεται το μειονέκτημα του βιασμού ως πλεονέκτημα, μέσω μιας σειράς συναλλαγών με τις αρχές στο πλαίσιο μιας διεφθαρμένης κοινωνίας, που θα εξασφαλίσουν την υψηλή βαθμολογία της Ελίζα. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Mungiu για έλλειψη τεχνικής, ρυθμού και ατμόσφαιρας. Όμως είναι απορίας άξιον πώς όλο αυτό το υλικό πνίγεται μέσα στον νταρντενικό νατουραλισμό του και καταλήγει αδιάφορο.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ Γ: (Άτιμη κοινωνία, βαρετή ταινία)
Ένας φίλος απ’ τα παλιά ψάχνει μέσα στα καινούργια
ΡΙΣΑΛΤΟ
O 72άχρονος σήμερα Βασίλης Βαφέας αποτελεί μια πολύ ξεχωριστή περίπτωση Έλληνα σκηνοθέτη στα θολά χρόνια του μεταπολιτευτικού νέου ελληνικού κινηματογράφου. Και αυτό γιατί, σε αντίθεση με τη μόδα της εποχής όσον αφορά στο βαρύγδουπο, συμβολικό και τόσο θλιβερά γερασμένο στην πλειονότητά του σινεμά αριστερόστροφης τέχνης, ο ίδιος επέλεξε ως μέσο έκφρασης των προβληματισμών του την κωμωδία-καθρέφτη μιας παράλογης πραγματικότητας, με μοναδική αίσθηση τού τόσο όσο. Αφέθηκε στον σουρεαλισμό της ίδιας της καθημερινότητας χωρίς να μπει στον πειρασμό να τον εκβιάσει φαρσικά. Η πρώτη μου επαφή με το έργο του δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχής γιατί σε ηλικία 10 χρόνων, όταν οι αριστεροί γονείς τάζουν κωμωδία, όλα τα παιδιά στο σχολείο βλέπουν Στάθη Ψάλτη κι εσύ προσπαθείς να καταλάβεις πού στο διάολο είναι η κωμωδία στο Ρεπό και έχεις βγάλει «μαλακία» την ταινία στο δεκαπεντάλεπτο. Το σινεμά του Βαφέα, ως κοινωνική κωμωδία, το καταλαβαίνεις μεγαλώνοντας, όταν αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι ο Σαρλώ είναι ένας δραματικός ήρωας και ανακαλύπτεις ότι οι ταινίες με τον κύριο Ιλό δεν είναι συνταγογραφημένο υπνωτικό. Έτσι κι αυτός, δημιούργησε κατά κάποιον τρόπο ένα δικό του είδος εγχώριας, υποδόριας μικροαστικής τραγικο-κωμωδίας, η αλήθεια είναι όχι πάντα με επιτυχία, εφόσον η χαμηλότονα ειρωνική απεικόνιση μιας βαρετής ρουτίνας πολλές φορές μπορεί να μετατραπεί σε βαρετή κινηματογραφική εμπειρία. Στην καινούργια του ταινία, της οποίας τη μουσική υπογράφει ο Θάνος Μικρούτσικος και πρωταγωνιστούν οι Νίκος Πουρσανίδης, Αμαλία Αρσένη, Τάκης Παπαματθαίου και άλλοι, όπως ο ίδιος λέει, καταγράφει «τη σύγκρουση μεταξύ του κόσμου του θεάματος και μιας κοινωνίας που καταρρέει». Μέσα από τον διχασμένο χαρακτήρα ενός νεαρού σκηνοθέτη που ζει σχεδόν σχιζοφρενικά δύο πραγματικότητες: τον lifestyle λαμπερό κόσμο της δουλειάς του και την πεζή, δυσλειτουργική καθημερινότητα της οικογένειας, των οικονομικών προβλημάτων και του έρωτα που μπορεί να τον απογειώσει ή να τον αποτελειώσει. Την ώρα που η κατάσταση γίνεται ασφυκτική, με την κατάλυση της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση μιας δικτατορίας.
Αν δεν τραγουδάει η Πάολα, δεν πάω…
THE BEATLES: «EIGHT DAYS A WEEK, THE TOURING YEARS»
Είναι ιδιαίτερα ευχάριστο να βλέπεις και να στηρίζεις την προσπάθεια των Ελλήνων διανομέων να ξεβλαχέψουν, κυκλοφορώντας κινηματογραφικά μουσικά ντοκιμαντέρ για τα οποία συζητάει όλος ο κόσμος και εμείς εδώ τα βλέπουμε μόνο σε φεστιβάλ ή στην ΕΡΤ ύστερα από πέντε χρόνια. Δεν το λες και λίγο ένας από τους πιο αναγνωρισμένους, οσκαρικούς (Α Beautiful Mind), σνομπαρισμένους από την κουλτουροκριτική δουλευταράδες και τεχνικά άρτιους σκηνοθέτες του Xόλιγουντ, ο Ron Howard, να σκηνοθετεί ντοκιμαντέρ για ένα από πιο θρυλικά μουσικά συγκροτήματα όλων των εποχών. Σε μια εβδομάδα που το κέντρο κινηματογραφικού βάρους πέφτει στην τρίτη του επί της οθόνης συνάντηση με τον Tom Hanks και τον συγγραφέα Dan Brown («Ο Κώδικας Ντα Βίντσι»). Το ντοκιμαντέρ, μην το ζαλίζουμε, είναι μια σκέτη απόλαυση παρά τις 2 ώρες και 17 λεπτά που διαρκεί και απόλυτο must για τους λάτρεις της μουσικής. Ο Howard μοντάρει με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού, αγαπησιάρικα και σεβαστικά ένα πλούσιο οπτικό υλικό συνεντεύξεων, ζωντανών εμφανίσεων και ιστοριών για τα Σκαθάρια, με άξονα δόμησης τις 250 συναυλίες που έδωσαν σε όλο τον κόσμο από το 1963 έως το 1966. Και είναι αυτή η ατόφια χαρά του fan που ξεχειλίζει με κινηματογραφικό ρυθμό από την οθόνη και απογειώνει τον θεατή, γιατί ο Howard δεν έχει καμία διάθεση υπερθεμάτισης στη σημειολογική ανάλυση του φαινομένου της επιτυχίας των Beatles ή πελαγοδρόμησης στις πολιτικοκοινωνικές αναφορές του φόντου, χωρίς να τα αγνοεί εντελώς. Για όσους αυτό θεωρείται μειονέκτημα, μάλλον χάνουν το νόημα της απόλαυσης ξεφυλλίσματος ενός συλλεκτικού, χορταστικού, ψυχεδελικού και πολύ πιο έξυπνου από ό,τι φαίνεται πολυτελούς λευκώματος που ζωντανεύει εκρηκτικά στην οθόνη τον μύθο και το πάθος με τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας. Όπως η 4K ψηφιακή επεξεργασία μισής ώρας από την εμφάνισή τους στο Shea Stadium που -μην κουνηθεί κανείς όταν τελειώσει η ταινία- επιβεβαιώνει την παιχνιδιάρικη διάθεση του σκηνοθέτη για Kinder έκπληξη, αφού προβάλλεται μετά τους τίτλους τέλους.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: Α - (Σουπερκαλιφραντζιλιστικεξπιαλιντόσιους)
Χούφτωσ’ τη, χούφτωσ’ τη
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ (SOUTHSIDE WITH YOU)
Ένα ρομαντικό περιπετειώδες ραντεβού του 1989 ανάμεσα στον μελλοντικό πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και τη Μισέλ. Έχει χτυπήσει η αδρεναλίνη σας ταβάνι από το ενδιαφέρον, ε; Είναι από αυτές τις γεμάτες μπλα μπλα ταινίες που συνήθως παίρνουν υψηλές βαθμολογίες από τους κριτικούς, που τις βρίσκουν γλυκές, ανθρώπινες, με χιούμορ και κομψή διεισδυτικότητα, πόσω μάλλον όταν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι είναι το συγκεκριμένο και το κερασάκι στην τούρτα είναι η ανάδειξη της ανθρώπινης πλευράς τους. Μόνο που ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, εν προκειμένω και «αγιογράφος» πολιτικής ορθότητας Richard Tanne, που του έχει κάνει κακό ο θαυμασμός του στο διαλεκτικό σινεμά σχέσεων (μακριά από μένα) του Richard Linklater (Πριν τα Μεσάνυχτα) θα μπορούσε να έχει βρει ένα θεατράκι 300 θέσεων, να το ανεβάσει, να ξεμπερδεύουμε. Τι την ήθελε την κάμερα βάρος στους ώμους του, αφού αχρείαστη του είναι; ΟΚ, μην είμαι τελείως κάφρος, οι δύο πρωταγωνιστές Tika Sumpter και Parker Sawyers έχουν πραγματικό χάρισμα και μεταξύ τους χημεία ώστε να κερδίσουν τον θεατή και να σώσουν την κατάσταση και υπάρχει μια γοητευτική χαριτωμενιά ερωτικής αμηχανίας μεταξύ έξυπνων ανθρώπων ως ατμόσφαιρα που κάνει το εργάκι να τσουλάει.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ Γ: Προεδρικά είδη προικός